Σε σκέψη είναι οι ειδικοί επιστήμονες και οι αρμόδιοι υπουργοί για το αν θα χρειαστεί στην παρούσα φάση 4η δόση εμβολίου, καθώς τα κρούσματα του κορνοϊου παραμένουν ψηλά και δεν φαίνεται να μειώνεται σημαντικά ο αριθμός των εισαγωγών στα νοσοκομεία.

Μεταξύ των επιστημόνων, που συνιστούν 4η δόση είναι καθηγητής Πνευμονολογίας, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, ο οποίος σχολιάζοντας τα αυξημένα κρούσματα κορωνοϊού, τόνισε ότι η πανδημία δεν τελείωσε.

Μιλώντας στο Mega ο κ.Βασιλακόπουλος τόνισε μεταξύ άλλων: «Τρεις με 4 μήνες μετά την 3η δόση έχεις περίπου 40-50% πιθανότητα να νοσήσεις, αλλά εάν νοσήσεις έχεις περί το 15% πιθανότητες να νοσήσεις βαριά και να πας στο νοσοκομείο.

Τον τελευταίο καιρό ένα μεγάλο πρόβλημα που υπήρξε ήταν ότι εξαιτίας του πολέμου, υπήρξε η ακρίβεια, και σε συνδυασμό με την άρση της υποχρεωτικότητας της μάσκας σε εξωτερικούς χώρους, δόθηκε το λάθος σήμα στους συμπολίτες μας ότι η πανδημία τελείωσε. Σε μεγάλα ποσοστά στη χώρα έχουμε το υποστέλεχος της όμικρον, την όμικρον 2, και έξαρση κρουσμάτων. Δε νομίζω ότι θα πάμε σε κλασικό 5ο κύμα, για πολλούς λόγους, αρχικά λόγω αύξησης θερμοκρασίας, και ταυτόχρονα στη χώρα αποκτούμε ανοσία πληθυσμιακή αλλα όχι με τον ιδανικό τρόπο. Δεν πείθουμε τους ανθρώπους να πάμε να εμβολιασοτύν».

Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον ιό, θα πρέπει να μάθουμε να προσέχουμε, να μην θεωρούμε την φράση «ατομική ευθύνη», ανέκδοτο.

«Η 4η δόση θα γίνει σε όλους. Αρχικά για τους πολίτες άνω των 60 ετών, ίσως εγκριθεί μέσα στον επόμενο μήνα, μέχρι να βγει το επικαιροποιημένο εμβόλιο της Moderna και της Pfizer», συμπλήρωσε ο κ. Βασιλακόπουλος.

Μίνα Γκάγκα: Όχι ακόμα 4η δόση

Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ 91,6 και 105,8 τόνισε ότι προς το παρόν τα στοιχεία δεν δείχνουν ότι χρειάζεται τέταρτη δόση εμβολιασμού για τον γενικό πληθυσμό.

Κληθείσα να σχολιάσει το αίτημα για έγκριση και τέταρτης δόσης εμβολίου για τους ενήλικες άνω των 65 ετών που κατέθεσαν οι φαρμακοβιομηχανίες Pfizer και BioNTech στην αμερικανική ρυθμιστική αρχή φαρμάκων FDA, αντέτεινε ότι οι περισσότεροι ειδικοί θωρούν ότι ο γενικός πληθυσμός θα κάνει νέα δόση το φθινόπωρο.

«Και βέβαια είναι κάτι καινούργιο που το πάμε βήμα-βήμα. Αυτοί που φαίνεται να χρειάζονται 4η δόση είναι οι ανοσοκατασταλμένοι, πιθανώς να συζητηθεί στις πολύ μεγάλες ηλικίες και στα χρόνια νοσήματα, αλλά προς το παρόν τα στοιχεία δεν δείχνουν ότι χρειάζεται για όλο τον πληθυσμό τέταρτη δόση», υπογράμμισε.

«Φαίνεται από τις μελέτες ότι η ανοσία από την τρίτη δόση κρατάει λιγότερο και αυτό βέβαια μπορεί να έχει σχέσεις και με νέες μεταλλάξεις. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει ιδιαίτερα προβλήματα μετά την τρίτη δόση, νομίζω ότι πρέπει να είμαστε υπομονετικοί και να δούμε περισσότερες μελέτες. Το καλοκαίρι, οι καιρικές συνθήκες βοηθούν περισσότερο γιατί δεν έχουμε τον ίδιο συγχρωτισμό, είναι λιγότερα τα κρούσματα, είδαμε ότι τα δυο προηγούμενα καλοκαίρια πέρασαν καλά», πρόσθεσε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας.

Επιστήμονες ΕΚΠΑ: Οριακό το όφελος της 4ης δόσης

Οι ενισχυτικές δόσεις εμβολίων έναντι του κορωνοϊού χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο προστασίας έναντι των νεότερων στελεχών, όπως έγινε με το στέλεχος Ομικρον.

Στα πλαίσια αυτά διενεργήθηκε μία μελέτη μη τυχαιοποιημένη που μελέτησε την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα μίας 4ης ενισχυτικής δόσης ενός mRNA εμβολίου είτε της εταιρείας Pfizer είτε της εταιρείας Moderna τέσσερις μήνες μετά την τρίτη δόση σε λειτουργούς υγείας, εκ των οποίων οι 154 έλαβαν τέταρτη δόση με Pfizer και 120 με Moderna.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνές έγκριτο περιοδικό NEJM.

Με βάση τα αποτελέσματα αυτά, μία 4η δόση είναι ασφαλής και συμβάλλει στην αποκατάσταση του τίτλου των αντισωμάτων σε υψηλά επίπεδα, αλλά η αποτελεσματικότητα έναντι στη συμπτωματική νόσο δεν ήταν υψηλή, ενώ όσοι νόσησαν είχαν σχετικά υψηλά ιικά φορτία, άρα ήταν και μεταδοτικοί. Συνεπώς, μία τέταρτη δόση φάνηκε να έχει ένα οριακό όφελος μη στατιστικά σημαντικό σε αυτό το πληθυσμό, που δεν συμπεριέλαβε γηραιότερους και ευάλωτους πληθυσμούς.