Στα χωριά μας, σε όλη την Ρούμελη, όπως άλλωστε και σε όλη την Ελλάδα, την Κυριακή της Αποκριάς (τυροφάγου) επικρατούσαν ολοήμερα γλέντια με ποικίλα έθιμα και ξεφαντώματα.

Εμείς στο χωριό ντυνόμασταν “μπούλες” με πρόχειρες ενδυματολογικές προσαρμογές, χειροποίητες μάσκες από χαρτόνι ή γυναικείες κάλτσες για κάλυψη του κεφαλιού, μαντήλια γύρω από τον λαιμό και παλιές κάπες ή πατατούκες με κουκούλες για εξωτερική επένδυση.

Ως παιδιά τριγυρνούσαμε στις γειτονιές, κρατώντας από μια κάλτσα γεμάτη στάχτη, που συλλέγαμε από τον παραδοσιακό φούρνο του σπιτιού με φτυαράκια και παίζαμε “σταχτοπόλεμο”…

Πιο πέρα στο πλούσιο Γαλαξίδι έπαιζαν “αλευροπόλεμο”. Εμείς που να βρούμε αλεύρι για πέταγμα; Μερικές οικογένειες τρέφονταν μόνο με χαμοκούκι (ψωμί από καλαμπόκι), που αν έμενε λίγες μέρες στο ντουλάπι δεν έσπαγε ούτε με πέτρα…

Τρέχαμε χαρούμενοι στις γειτονιές.  Και για να μην μας αναγνωρίζουν από την φωνή βγάζαμε άναρθρες κραυγές, του τύπου “Ντάλε, ντάλε”, “Άμπα, ούμπα” κ.λ.π.

Το απόγευμα άρχιζε η “παρέλαση” των μεγάλων. Κεντρικό έθιμο ο γάμος με γαμπρό, νύφη και συμπεθεριό, που περνούσε από όλο το χωριό. Μετά το “μυστήριο” στη μικρή πλατεία στηνόταν τρικούβερτο γλέντι.

Αργότερα προς το βραδάκι άρχιζε να σείεται ο τόπος από τα μεγάλα κυπριά και κουδούνια, που φορούσαν οι τσοπάνηδες, καθώς εμφανίζονταν χορεύοντας ως δαιμονικά μέσα στη νύχτα με κάπες μαλλιαρές από σκληρά γιδόμαλλα και μαύρες κουκούλες.

Σχηματίζονταν και μικτές παρέες, που περνούσαν από σπίτι σε σπίτι για να κεραστούν με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι με χαχανητά και σκωπτικά τραγούδια.

Μια Κυριακή της Αποκριάς, όμως εμείς δεν είχαμε γλέντια και ξεφαντώματα. Είχε πέσει μια περίεργη σιγή στο σπίτι. Φάγαμε κόκκορα και πίτα, καθισμένοι αμίλητοι στον σοφρά και κατά τις 11.00 όλοι για ύπνο. Ήμουν δεν ήμουν 7 χρονών. Η εντολή του πατέρα ήταν νόμος. “Όλοι για ύπνο…”

Ανεβήκαμε από την εξωτερική πέτρινη σκάλα μιξοκλαίγοντας και μουρμουρίζοντας για να ξαπλώσουμε στρωματσάδα στα υφαντά στρωσίδια και σκεπάσματα. Εγώ δεν το κατάκανα. Αποκριά χωρίς γλέντι; Αποκριά χωρίς να ντυθούμε “μπούλες”; Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Και να πάλι μουρμούρα και μιξοκλάμματα μέσα στα σκεπάσματα.

Κάποια στιγμή ξέσπασα: “Τι είναι αυτό επιτέλους; Τι μαύρες Απόκριες είναι αυτές;”

Αυτό ήταν. Η ατάκα μου έφερε γέλια στα αδέρφια μου. Και επειδή το γέλιο είναι μεταδοτικό, άρχισαν να γελούν και οι γονείς μας.

Επιτέλους η ατμόσφαιρα άλλαξε. “Ντυθείτε” δόθηκε το σύνθημα. Και με μιας σηκωνόμαστε γύρω στις 11.30, ντυνόμαστε πρόχειρα και βγαίνουμε. Πρώτος σταθμός το σπίτι των θείων μας και των ξαδέλφων μας, που το είχαμε σαν δικό μας.

Μπαίνουμε εμείς τα παιδιά μπροστά. “Ωρέ ποια να΄ναι τούτα;” αναρωτιέται ο Μπαρμπα- Αποστόλης, κάνοντας ότι δεν μας αναγνωρίζει. Μαζί και οι άλλοι θείοι, Μπαρμπα-Μήτσος, Μπαρμπα-Κώστας, Μπαρμπα-Θανάσης απλώνουν μεζέδες μπροστά μας στο δικό τους μεγάλο σοφρά και αρχίζει ένα ωραίο γλέντι με πλάκες και γέλια, που κράτησε πολλή ώρα.

Τότε πρωτοήπια κρασί από το κοκκινέλι του Μπαρμπα-Αποστόλη, που το έφτιαχνε από το αμπέλι τους και μου φάνηκε βάλσαμο.

Οι “μαύρες Απόκριες” πήραν χρώμα, σαν το κόκκινο -ροζέ κρασί.

Από τότε τηρούμε ανυπερθέτως τα έθιμα, πίνουμε κόκκινο κρασί και αναζωογονούμε τις ελπίδες.

Έτσι ξορκίζονται οι “μαύρες Απόκριες”, όπως και οι φετινές του κορωνοϊού, που θα τον σβήσουμε με ένα ακόμη κοκκινέλι…