Με αφορμή τη γιορτή των Αγίων Θεοδώρων σήμερα και τα όσα συζητούνται για τον κίνδυνο μετάδοσης του κοροναϊού σε κλειστούς χώρους, ανάμεσα στους οποίους και οι εκκλησίες, μου έρχονται στο μυαλό ωραίες εικόνες από συναντήσεις ανθρώπων έξω από ναύδρια στην εξοχή, ερημικά μέσα σε δάση ή στην άκρη κάποιων μικρών κοιλάδων.

Γράφει  ο Νίκος Δημαράς

Εμείς είχαμε ένα εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων στην άκρη του μικρού κάμπου, πάνω από τις όχθες του Εύηνου ποταμού, 15 χιλιόμετρα από το Μεσολόγγι.  Το χειμώνα και την άνοιξη ο Εύηνος ήταν “κατεβασμένος” και τα νερά κάλυπταν μια τεράστια κοίτη πλάτους εκατοντάδων μέτρων. Συχνά το αγριεμένο ποτάμι κατέβαζε ολόκληρα δέντρα, ριζιμιές, λιθάρια και κούτσουρα. Εξ ού και το παραδοσιακό τραγούδι:

Σέρνει λιθάρια, ριζιμια, δέντρα ξεριζωμένα

σέρνει και μια γλυκομηλιά στα μήλα φορτωμένη

κι ανάμεσα στους κλώνους της δυο αδέρφια αγκαλιασμένα…

Με το που έμπαινε η άνοιξη όμως και ερχόταν η γιορτή των Αγίων Θεοδώρων το τοπίο ημέρευε, όλα άλλαζαν, ο τόπος γέμιζε κίτρινα λουλουδάκια και εμείς ως μαθητές του δημοτικού ξεκινούσαμε με τα πόδια από το σχολείο για να φτάσουμε στο εκκλησάκι, σε μια απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου. Μπροστά η δασκάλα και πίσω τα παιδιά σε τριάδες ή δυάδες να πορευόμαστε ανάμεσα στην ανθισμένη φύση.

Δίπλα στο εκκλησάκι είχε διαμορφωθεί και ένα πρόχειρο κοιμητήριο, όπου αναπαύονταν στον αιώνιο ύπνο κάποιοι ξωμάχοι και ερημίτες, που ζούσαν σε καλύβες στα χειμαδιά της γύρω περιοχής. Ανάμεσά τους και παιδάκια, που έφευγαν από τη ζωή εξαιτίας επιδημιών, οι οποίες τότε δεν αντιμετωπίζονταν ή λόγω άλλων ασθενειών, που ουδείς έμαθε ποτέ τι ήταν ακριβώς.

Ανάμεσα σε άλλες πάντως “θέριζε” η μηνιγγίτιδα, που στα χωριά την έλεγαν “μιλιγγίτ” ή “μελιγγίτ”, ίσως για να γλυκαίνουν κα΄ελάχιστον τον πόνο από την απώλεια παιδιών. Αρκετοί θάνατοι προέρχονταν από αναθυμιάσεις ή και φωτιές μέσα στις καλύβες, καθώς στις γωνίες των πρόχειρων αυτών καταλυμάτων οι άνθρωποι άναβαν φωτιές για να ζεσταθούν.

Τραγικές ιστορίες, που τις βιώναμε, όμως, ως παιδιά σαν κάτι το φυσιολογικό, σαν να ήταν μέσα στη ζωή μας. Μερικές φορές μάλιστα μετρούσαμε τους τάφους με τις πατούσες μας και έτσι συμπεραίναμε αν ήταν παιδιά ή μεγάλοι οι αναπαυόμενοι εν δικαίω κάτω από τα λουλουδάκια.

Ευχάριστες στιγμές έξω από την εκκλησία

Οι δύσκολες στιγμές εναλλάσσονταν με τις ευχάριστες όταν τελείωνε η λειτουργία στο εκκλησάκι. Οι χωριανοί μαζί με άλλους φίλους και συγγενείς, που έρχονταν των Αγίων Θεοδώρων ως προσκυνητές από τα γύρω χωριά, δημιουργούσαν μια ευχάριστη ατμόσφαιρα με χειραψίες και αγκαλιές, με γέλια και ανέκδοτα, δοκιμάζοντας λουκούμια ή ουζάκια σε σφηνάκια.

Άντρες και γυναίκες με περίσσια χαρά, σαν να γελούσαν από την κορυφή ως τα νύχια.  Ήταν οι ευκαιρίες για κοινωνικές συνάξεις στα προαύλια των εκκλησιών, που δεν είχαν απλώς θρησκευτικό χαρακτήρα. αλλά αποτελούσαν τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις μιας άλλης εποχής για την ειρηνική και όμορφη συνύπαρξη των ανθρώπων. Έτσι συνδυάστηκε η σχέση της κοινωνικής συνάντησης με την θρησκευτική τελετή και έγινε βίωμα για τους χωριανούς αυτή η κατάσταση μέσα σε ευχάριστη ατμόσφαιρα. Αναπτύσσονταν έτσι και οι δεσμοί, ακόμη και φλερτ ανάμεσα σε νέες και σε νέους, που συχνά κατέληγαν σε γάμους.

Οι στιγμές έφταναν σε κορύφωση αμέσως μετά, καθώς οι συγγενείς και φίλοι κατευθύνονταν στα σπίτια των εορταζόντων, όπου στήνονταν ωραία γλέντια στις αυλές με ήχους από ζουρνάδες και νταούλια, ενώ γύρω μοσχομύριζαν τα ψητά στις σούβλες και τα κοκκορέτσια.

Αυτή η γιορτή ήταν και για μας πολύ σημαντική, καθώς γιόρταζε ο πατέρας μας, που είχε πολλούς φίλους και συγγενείς από την  ευρύτερη περιοχή μέχρι την Μακρυνεία, γύρω από την Τριχωνίδα λίμνη, από όπου καταγόταν η μητέρα μας.

Όλοι επί ποδός στην αυλή κάτω από την ιστορική μουριά. Όταν ο καιρός δεν το επέτρεπε το γλέντι γινόταν μέσα στο διώροφο σπίτι μας, στο πάνω πάτωμα, όπου χόρευαν γυναίκες και άντρες σε δυνατούς ρυθμούς συρτών και τσάμικων. Μερικές φορές έπαιζε ζουρνά (Μεσολογγίτικο) ο παππούς Βασίλης Σαλέας, παρέα με τους Μπεκαίους, όλοι τους γραφικές φιγούρες με ψηλά καπέλα (ρεπούμπλικες), με μαύρα σακάκια και ασημένια δαχτυλίδια.

Οι χοροί ήταν τόσο δυνατοί ώστε έτρεμε το πάτωμα και εμείς πολύ συχνά φοβόμασταν ότι θα υποχωρήσει και θα βρεθούμε στο κενό.

Μπορεί να φοβόμασταν διάφορα κενά στην εποχή μας, αλλά οι ψυχές μας ήταν γεμάτες …

(Από τα Ιστορικά – Λαογραφικά του χωριού μου)