Σημαντικές συνέπειες για τις οικονομίες των χωρών της Ευρώπης και γενικότερα για την ανάπτυξη θα επιφέρει η κλιματική κρίση μαζί με πλημμύρες, πυρκαγιές, ξηρασία και άνοδο της θερμοκρασίας.

Η όλη εικόνα συνθέτει ένα ζοφερό σκηνικό εξ αιτίας της κλιματικής αλλαγής, η οποία είναι ήδη εδώ. Οι πρωτοφανείς καταστροφές που βίωσαν η Ελλάδα, η Σλοβενία, η Γερμανία, το Βέλγιο έχουν θορυβήσει τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, καθώς αντιλαμβάνονται (;) ότι πρόκειται για μια ασύμμετρη απειλή που απειλεί να τινάξει στον αέρα το οικονομικό και κοινωνικό οικοδόμημα της Ευρώπης.

Αποκαλυπτική είναι η ανάλυση του ESM, που «πατάει» πάνω στα ευρήματα της έκθεσης του European Environment Agency για το 2024, για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου των όσων πρόκειται να αντιμετωπίσουν άμεσα και σε βάθος χρόνου οι εθνικές κυβερνήσεις. Αν και δεν υπάρχει ρητή αναφορά στην Ελλάδα, η επίκληση του κινδύνου για τις χώρες με μεγάλο χρέος είναι μάλλον φωτογραφική.

Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (European Stability Mechanism – ESM) είναι ένα μόνιμο πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα 19 μέλη της Ευρωζώνης, το οποίο διαδέχτηκε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης.

Προειδοποιήσεις για τη λήψη μέτρων

«Οι φυσικοί κλιματικοί κίνδυνοι είναι εντονότεροι για τις χώρες του Νότου της ζώνης του ευρώ, στις οποίες περιλαμβάνονται αρκετές που έλαβαν στήριξη από τον ESM κατά τη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων. Όταν οι χώρες αντιμετωπίζουν τόσο την κλιματική αλλαγή όσο και οικονομικά τρωτά σημεία, όπως ο υψηλός λόγος χρέους προς ΑΕΠ, η ενσωμάτωση της αξιολόγησης των κλιματικών κινδύνων είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον ESM», επισημαίνει η ανάλυση, και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το πώς μετουσιώνονται αυτοί οι κίνδυνοι, υπάρχει μέτρηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων.

Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι περιλαμβάνουν ακραία καιρικά φαινόμενα ή απότομες αλλαγές στους κανονισμούς και στις συνθήκες της αγοράς που επηρεάζουν βιομηχανίες έντασης άνθρακα, όπως η ενεργειακή βιομηχανία ή οι μεταφορές, με αποτέλεσμα την απώλεια περιουσιακών στοιχείων και τη διακοπή της παραγωγής.

Υπό εξέταση είναι, επίσης, ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι δυσμενείς μακροοικονομικές επιπτώσεις βλάπτουν τα δημόσια οικονομικά, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πρόσθετων δημοσιονομικών επιπτώσεων που προκαλούνται από ad-hoc αντιδράσεις πολιτικής που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Αποκαλυπτικές είναι οι εκτιμήσεις για το πώς μια ασυνήθιστα σκληρή ξηρασία θα μεταφραζόταν σε πρόσθετες δημόσιες δαπάνες.

Οι συνέπειες για την Ελλάδα

Στην περίπτωση της Ελλάδας, ένα τέτοιο, διόλου απίθανο, συμβάν «μεταφράζεται» σε αύξηση των δαπανών κατά 0,62% του ΑΕΠ και είναι η 4η μεγαλύτερη αύξηση. Προφανές είναι το πρόβλημα αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες «χτίζονται» στη λογική της συγκράτησης των δαπανών, ως δικλίδα ασφαλείας για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Ακόμα πιο ζοφερές είναι οι προβλέψεις για τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει η κλιματική αλλαγή σε βάθος χρόνου. Κι εδώ το «μπαλάκι» πάει στις κυβερνήσεις, αλλά και στον κεντρικό σχεδιασμό στις Βρυξέλλες, για τις πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοστούν.

Σύμφωνα με την ανάλυση του ESM, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι οφείλονται κυρίως στην αβεβαιότητα γύρω από τις πολιτικές επιλογές και στη γενική δυσκολία ακριβούς ποσοτικοποίησης των κλιματικών κινδύνων.

Το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών (NGFS) προβλέπει μακροοικονομικά αποτελέσματα τόσο για μια ομαλή όσο και για μια άτακτη μετάβαση από την εξάρτηση από τον άνθρακα, καθώς και για σενάρια με ανεπαρκή ή μηδενική δράση πολιτικής. Στις περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ, η κλιματική αλλαγή θα επιβαρύνει την οικονομική δραστηριότητα ακόμη και με ένα σχέδιο ομαλής μετάβασης για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε καθαρό μηδενισμό έως το 2050, αλλά οι απώλειες θα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις πολύ μεγαλύτερες εάν οι φορείς χάραξης πολιτικής παραμείνουν αδρανείς.

Ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα, οι υπολογισμοί δείχνουν «ζημιά» γύρω στις 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στο σενάριο της… αδράνειας και περίπου 1,2 μονάδες αν πάμε συντεταγμένα προς το 2050.

Όπως παρατηρεί ο ESM, πολλές κυβερνήσεις και υπερεθνικοί φορείς αναπτύσσουν πολιτικές για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, δίνοντας κίνητρα στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία απεξάρτησης από τον άνθρακα δημιουργεί μεταβατικούς κινδύνους, καθώς οι μη συντονισμένες και ξαφνικές αλλαγές πολιτικής μπορούν να εγκλωβίσουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία και να διαταράξουν τα δίκτυα παραγωγής, με αποτέλεσμα να υπάρξει κύμα απωλειών θέσεων εργασίας και να απειληθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Έκθεση του European Environment Agency για την θερμοκρασία

Σύμφωνα με την έκθεση του European Environment Agency, o μέσος όρος της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά τη δωδεκάμηνη περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 2023 και Ιανουαρίου 2024 ξεπέρασε τα προβιομηχανικά επίπεδα κατά 1,5°C. Το 2023 ήταν η θερμότερη χρονιά που έχει καταγραφεί ποτέ.

Η ακραία ζέστη γίνεται όλο και πιο συχνή, εκθέτοντας ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού στη θερμική καταπόνηση, ιδίως στη νότια και δυτική Ευρώπη. Το θερμό καλοκαίρι του 2022 έχει συνδεθεί με 60.000 έως 70.000 πρόωρους θανάτους στην Ευρώπη, παρά τις σημαντικές επενδύσεις σε σχέδια δράσης για τη θερμότητα-υγεία. Πιο υψηλές θερμοκρασίες διευκολύνουν επίσης τη μετακίνηση προς βορρά των φορέων των ασθενειών και των εξάπλωση σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Η νότια Ευρώπη είναι πλέον αρκετά ζεστή ώστε τα κουνούπια να μεταδίδουν πρώην τροπικές ασθένειες

Οι περισσότεροι κλιματικοί κίνδυνοι στην Ευρώπη θα αυξηθούν περαιτέρω κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα, ακόμη και σύμφωνα με αισιόδοξα σενάρια συμβατά με τη συμφωνία του Παρισιού, αλλά το μέγεθος και ο ρυθμός της αλλαγής εξαρτώνται από τις παγκόσμιες προσπάθειες για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ένα απαισιόδοξο σενάριο χωρίς πρόσθετη πολιτική δράση υποδηλώνει ότι οι οικονομικές ζημίες που σχετίζονται μόνο με τις παράκτιες πλημμύρες μπορεί να ξεπεράσουν το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ ετησίως μέχρι το τέλος του αιώνα στην ΕΕ.>