Οι πολύ ανηφορικοί δρόμοι αποτελούσαν στο παρελθόν στοίχημα για τους ανθρώπους, που ήθελαν να βλέπουν προς τα πάνω και να ανεβαίνουν ψηλά. Αυτό πίστευαν ακράδαντα οι δραστήριοι Ηπειρώτες, που έχτιζαν χωριά – αετοφωλιές στις πλαγιές των Τζουμέρκων για να δουλεύουν και να δημιουργούν ελεύθερα, χωρίς πιέσεις από τους δυνάστες διάφορων εποχών.

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

Τώρα οι δρόμοι των χωριών στο Συρράκο, στους Καλαρύτες, στα Πράμαντα και σε άλλα χωριά είναι δύσκολοι, δυσπρόσιτοι για τους ελάχιστους κατοίκους, που έχουν απομείνει, αφού σχεδόν όλοι είναι πάνω από 70 ετών.

“Εμένα που με βλέπεις έκανα πέντε ώρες πορεία από εδώ μέχρι τα Πράμαντα και γύριζα την ίδια μέρα, ανεβαίνοντας σε κορφές μέσα από ρουμάνια και μονοπάτια”, μου λέει ένας 78χρονος καλοσυνάτος αγρότης λίγο έξω από το Συρράκο.

Είχα ακούσει και διαβάσει σημαντικά και πολλά στοιχεία για τα γραφικά χωριά του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη και των περίφημων αργυροχρυσοχόων των Καλαρυτών και του Συρράκου.

Τώρα περπατάω εδώ, ανηφορικά χωρίς να νοιώθω την κούραση, καθώς με τραβάει η αγωνία να δω το σήμερα των ξακουστών χωριών.

Πρώτη εντύπωση από το ξενοδοχείο στα Πράμαντα, σκαρφαλωμένο πάνω στην πλαγιά, κάτω από το δάσος. Μόνο με αυτοκίνητο 4Χ4 φτάνεις μπροστά. Αλλιώς παρκάρεις πίσω και κατεβαίνεις από αρκετά σκαλιά.

Η θέα από το παράθυρο αποζημιώνει την κούραση. Απέναντι τα Τζουμέρκα χωμένα μέσα στην αντάρα με τις στέγες των σπιτιών να ξεπέχουν πάνω από τα νέφη, όπως και ο τρούλος και το καμπαναριό της Αγίας Παρασκευής.

Αρκετά όμορφα όλα στα πλακόστρωτα δρομάκια και στα καλντερίμια. Δεσπόζει ένα τεράστιο πέτρινο κτίριο, που στεγάζει σχολεία και άλλα σπίτια σκαρφαλωμένα στην πλαγιά. Στα Πράμαντα λειτουργούν σχολεία όλων των βαθμίδων, όπου φοιτούν παιδιά και από τα γύρω χωριά. Τα παλιότερα χρόνια έρχονταν εδώ παιδιά από άλλα χωριά, κάνοντας δύο ώρες πεζοπορία.

Οι εκδρομείς από τις μεγαλουπόλεις δεν συμπαθούν την πεζοπορία και μπαίνουν στις τοπικές ταβέρνες, ξεσπώντας στα νόστιμα παϊδάκια…

Αυτό δεν ισχύει για παρέες νέων φυσιολατρών, που παίρνουν τα βουνά με αναρριχήσεις και διελεύσεις μέσα από ρέματα και παραπόταμους του Άραχθου.

Δέος στην επιβλητική Μονή Κηπίνας

Το πρόγραμμα της επόμενης μέρας προβλέπει επίσκεψη στη Μονή της Κηπίνας και στα χωριά Καλαρύτες και Συρράκο.

Μετά από μια διαδρομή μέσα από πυκνά δάση, που αυτή την εποχή αλλάζουν χρωματισμούς από πράσινο σε πορτοκαλί και καφέ, φτάνουμε στο μονοπάτι, που οδηγεί στο επιβλητικό μοναστήρι.

Δεξιά μας θεόρατα βράχια, που σε ορισμένα σημεία στηρίζονται με πέτρινους κίονες. Μπροστά μας ξύλινα γεφυράκια, που ενώνουν το μονοπάτι και αριστερά μας χάος, που σου κόβει την ανάσα, αν κοιτάξεις από τόσο μεγάλο ύψος.

Το μοναστήρι εκπληκτικό. Λειτουργεί ως χώρος προσκυνήματος, αφού από το 1915 έχει εγκαταλειφθεί από μοναχούς. Μόνο μια ευγενική γυναίκα, η κυρία Θεοδώρα, βρίσκεται εδώ από το πρωί ξεναγώντας τους επισκέπτες.

Μας λέει ότι η μονή κτίστηκε το 1212 και κατοικείτο επί επτά αιώνες. Στη δεξιά πλευρά του κυρίως χώρου βρίσκεται ένα βαθύ σπήλαιο, ενώ πιο μέσα υπάρχουν οι κοιτώνες των μοναχών. Εδώ λειτουργεί και εκθετήριο εικόνων, εκκλησιαστικών ειδών και δώρων, πολλά από τα οποία αποτελούν χειροτεχνήματα σπουδαστών της εκκλησιαστικής Σχολής Ιωαννίνων.

Με δέος και σφίξιμο ψυχής αναχωρούμε, αφήνοντας την σκέψη να ταξιδέψει στα παλιότερα χρόνια και να αναρωτηθεί πως ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι εδώ, σε αυτές τις αετοφωλιές κάτω από τα θεόρατα βράχια, μακριά από τον κόσμο επί τόσα χρόνια.

Οι Καλαρύτες χθες και σήμερα

Μετά από μισή ώρα φτάνουμε στους Καλαρύτες. Η είσοδος του χωριού στολισμένη, σαν να μας περίμενε. Τριαντάφυλλα φθινοπώρου, ματζουράνες και γεράνια σε περβάζια και πεζούλια μας υποδέχονται μαζί με τα χαμόγελα δύο καλοσυνάτων συνταξιούχων, που βιάζονται να μας μιλήσουν για την ιστορία του χωριού.

Ο Γιώργος Μπακαγιάνννης ήταν στα νιάτα του αγωγιάτης. Είχε αρκετά μουλάρια με τα οποία έκανε διαδρομές από τους Καλαρύτες στα Πράμαντα και σε άλλα χωριά.

“ Κάναμε πέντε ώρες να πάμε και πέντε να γυρίσουμε”, μας λέει. “Περνούσαμε από μονοπάτια και γκρεμούς, που τώρα δεν περνούν ούτε λοκατζήδες…”

Ο Γιώργος μας μιλάει με θαυμασμό και περηφάνια για το χωριό του. “Κάποτε εδώ ζούσαν 3.000 άνθρωποι, που τα είχαν όλα. Ήταν το μεγαλύτερο κέντρο αργυροχρυσοχοϊας με παραγωγή και εξαγωγές σε πολλές χώρες. Έρχονταν από Θεσσαλία, Μακεδονία και άλλες περιοχές έμποροι και τεχνίτες”.

Σε λίγο σταματάει την αφήγηση και συγκινείται: “Τώρα τι είμαστε; 20-30 νοματαίοι και όλοι στην ηλικία μου και πάνω. Τα χωριά μας σβήνουν”.

Και όμως οι ελάχιστοι, που απέμειναν φροντίζουν το χωριό τους. Καθαρές αυλές με λουλούδια και μια πλατεία – αγκαλιά, όπου μας υποδέχεται μια νεαρή Ηπειρώτισσα, νύφη στο χωριό, ένας παππούς ακουμπισμένος σε μια μεγάλη γκλίτσα και μια γιαγιά σε ένα άλλο τραπεζάκι, που πλέκει.

Μας προσφέρουν γαλατόπιτα, αυθεντική ηπειρώτικη, που γεμίζει το στόμα και το γλυκαίνει απαλά. Διακρίνω μια ανεπαίσθητη μελαγχολία στα πρόσωπά τους. Η μόνη παρέα, που έφτασε στους Καλαρύτες αυτή την γιορτινή μέρα είναι η δική μας. Μπορεί να φταίει η απουσία επισκεπτών, μπορεί και όχι. Οι άνθρωποι αισθάνονται μόνοι και εγκαταλειμμένοι.

Η παραλίγο συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα

Μελαγχόλησα κι εγώ, αρχίζοντας να εκφράζω την οργή μου με εσωτερικές ακαταλαβίστικες κραυγές για όλο το αθηνοκεντρικό σύστημα αυτής της χώρας, μαζί με τους εκπροσώπους του από τα χωριά της Ηπείρου, που εκλέγονται με υποσχέσεις και μετά κάνουν βόλτες στην Πλατεία Συντάγματος, ξεχνώντας από που προέρχονται.

Εκείνες τις μέρες μάλιστα ήταν στα Πράμαντα και ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, που γευμάτιζε σε μια ταβέρνα της περιοχής. Παραλίγο να συμπέσουμε αλλά η άφιξή του ήταν ινκόγκνιτο. Ουδείς πήρε χαμπάρι, πλην του ταβερνιάρη, που έκανε εκ των υστέρων μια ανάρτηση στο Facebook.

Αν συναντούσα τον κ. Τσίπρα δεν θα τον ρωτούσα τίποτα για την κρίση στο κόμμα του, ούτε για τον Κασσελάκη, ούτε για όλα αυτά, που απασχολούν τα πρωϊνάδικα.

Ένα μόνο θα ρωτούσα: “Τι έκανες Αλέξη για την Ήπειρο, για το Αθαμάνιο, τον τόπο της καταγωγής σου; Τι έκανες για την “άλλη Ελλάδα”, που σβήνει;”

Σίγουρα θα μου έλεγε διάφορα, για τα 13 συνέδρια, που είχε οργανώσει σε κάθε περιφέρεια της χώρας και τα τοιαύτα. Σ αυτή την χώρα όλο για συνέδρια είμαστε και για συγκρότηση επιτροπών…

Το Συρράκο της ιστορίας και του Κώστα Κρυστάλλη

Τα είπα από μέσα μου και κατάφερα να κατευνάσω τον θυμό μου, καθώς ανηφορίζαμε τώρα για το ιστορικό Συρράκο μέσα από λαγκαδιές, χαράδρες και κορυφές. Στο Συρράκο φτάνεις από τα πέριξ και παρκάρεις έξω από το χωριό.

Μέσα από ανηφορικά καλντερίμια φτάνεις στην μικρή πέτρινη πλατεία, όπου σε υποδέχεται μια προτομή του Ιωάννη Κωλέτη, που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά τις περιόδους 1834 – 1835 και 1844 – 1847.

Πιο πάνω υπάρχει ένα μουσείο με αφιέρωμα στον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, που είχε γεννηθεί εδώ το 1868. Είναι ο ποιητής που ύμνησε όσο κανένας άλλος τα λεβέντικα βουνά και τη ζωή της υπαίθρου. Επίσης εξυμνούσε με πάθος τους εθνικούς αγώνες και τους ήρωες του 1821.

Ο Κρυστάλλης έγραψε πολλά έργα, όπως τα πεζογραφήματα για τους «Βλάχους της Πίνδου» και το πατριωτικό του «Ο Καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγιού».

Εκείνα που κάνουν ξεχωριστό ποιητή τον Κρυστάλλη και προσθέτουν ένα νέο τόνο στη νεοελληνική ποίηση είναι τα «Αγροτικά» (1891) και ο «Τραγουδιστής του Χωριού και της Στάνης» (1892), που τιμήθηκε με έπαινο στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό.

Η Ήπειρος, όμως την εποχή εκείνη ήταν σκλαβωμένη και οι Τούρκοι καταζητούσαν το νεαρό ποιητή. Για να αποφύγει τη σύλληψη αναγκάστηκε να φύγει στην Αθήνα, όπου δούλεψε σκληρά στο χώρο της τυπογραφίας και ως συντάκτης περιοδικών. Ασθένησε όμως σοβαρά και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ήπειρο. Πέθανε το 1894 στο σπίτι της αδελφής του στην Άρτα, σε ηλικία μόλις 26 χρονών.

Διαβάζοντας τα βιογραφικά του ποιητή πήρα ακόμα μια δόση πικρίας και έφυγα από το Συρράκο, αναζητώντας κάτι διαφορετικό, πιο αισιόδοξο. Και όντως κατηφορίζοντας φτάσαμε στα Άγναντα. Ψάχναμε για τον μεγάλο καταρράκτη.

Σε μια στροφή διασταυρωθήκαμε με ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο υγειονομικής υπηρεσίας. Οδηγούσε μια νέα γυναίκα με λευκή ποδιά και γυαλιά. Μου φάνηκε σαν γιατρός. Την σταματήσαμε για να ρωτήσουμε πως θα φτάναμε στον καταρράκτη. “Γιατρός είστε;”, την ρώτησα. “Όχι, είμαι από το πρόγραμμα Βοήθεια στο σπίτι”.

Μου εξήγησε ότι επισκέπτεται παππούδες και γιαγιάδες σε ανηφορικά σοκάκια και βοηθάει. Επίσης συνοδεύει όσους δυσκολεύονται να ανέβουν τα ανηφορικά καλντερίμια για να φτάσουν τα απόμακρα σπίτια.

Ανάσα ανθρωπιάς στη μέση της ρεματιάς προς τον καταρράκτη, που είναι όντως ένα εκπληκτικό μνημείο της φύσης, αλλά αυτή την εποχή είχε ελάχιστα νερά.

Στον Άραχθο και στο ιστορικό γεφύρι της Πλάκας

Αντίθετα ο Άραχθος ήταν γεμάτος νερά από άκρη σε άκρη. Νερά καθαρά, πρασινογάλανα, που κυλούν προς τα νοτιοδυτικά για να ποτίσουν τον κάμπο της Άρτας.

Μείναμε άναυδοι βλέποντας το πανέμορφο τοπίο και στο βάθος της χαράδρας να προβάλει το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας, που είχε καταστραφεί πριν από μερικά χρόνια, αλλά ανακατασκευάστηκε και στέκει πανύψηλο με πιο γερά θεμέλια και με νέες τεχνολογίες, αλλά με σεβασμό στην παραδοσιακή αισθητική των Ηπειρωτών μαστόρων.

Το άνοιγμα του τόξου είναι 40,20 μέτρα, το ύψος 21 μέτρα και το πλάτος καταστρώματος 3,20 μέτρα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και αποτελεί έξοχο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Κτίστηκε το 1863 από μαστόρους και πελεκάνους της πέτρας από την Πυρσόγιαννη της Κόνιτσας, με έξοδα του Κωνσταντίνου Αρβανιτογιάννη, που πρόσφερε 30.000 γρόσια για την κατασκευή του και χρησιμοποιήθηκε ως δρόμος εμπορίου, καθώς ένωνε τα Τζουμέρκα με την υπόλοιπη Ήπειρο και τη Θεσσαλία.

Όταν τελείωσε το έργο κι έγιναν τα εγκαίνια, έπεσε η καμάρα και μετά από λίγο καιρό οι Τζουμερκιώτες έφεραν τον αρχιμάστορα Κώστα Μπέκα από τα Πράμαντα και το γεφύρι ξαναχτίστηκε το 1866 με έξοδα των Ιωάννη Λούλη από Αετορράχη, Αναγνώστη Λύτρα και Ιωάννη Ρήγκα από τα Πράμαντα και του Αναγνώστη Μάρου από τους Μελισσουργούς, ενώ η κοινότητα Αγνάντων προσέφερε την ξυλεία για τις σκαλωσιές του οικοδομήματος.

Σύμβολο ενότητας και ομοψυχίας των Ελλήνων

Είναι ένα γεφύρι με σημαντικό ιστορικό φορτίο, καθώς εκεί λειτούργησε το τελωνείο από την ελεύθερη Ελλάδα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο το 1881 και αποτέλεσε το σύνορο ανάμεσα στις δύο χώρες μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής το 1913.

Επίσης έγινε σύμβολο ενότητας και ομοψυχίας των αντιστασιακών δυνάμεων στη διάρκεια της Κατοχής, καθώς εκεί, στις 29 Φεβρουαρίου 19444 υπογράφηκε η συμφωνία της Πλάκας – Μυρόφυλλου για την κοινή δράση του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ κατά των Γερμανών κατακτητών της χώρας.

Πραγματικό δέος για το χθες και το σήμερα. Να ακούς τα γάργαρα νερά του Άραχθου να κυλούν, τα δάση αριστερά και δεξιά να δεσπόζουν καταπράσινα, βγάζοντας φυσική περιφρόνηση για τις γυμνές κορυφές των Τζουμέρκων και να αφήνεις τον θαυμασμό να εκδηλώνεται μέσα και από τους στίχους παραδοσιακών τραγουδιών όπως αυτό που λέει “Τζουμέρκα μου περήφανα και κοσμοξακοσμένα…”

Αν δεν ήταν και εγκαταλειμμένα από την πολιτεία μπορεί η υπερηφάνεια μας να ήταν διπλή…