Και ξαφνικά, εκεί, που πίναμε τις πρώτες γουλιές της γράπας, ακούμε ήχους από ζουρνά. Ήταν σαν να έκανε κάποιος δοκιμές, πριν από την παράσταση ή το ξεκίνημα της μουσικής σε πανηγύρι.

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ιδού: Ξεπροβάλλει μέσα από τα πλατάνια της παραλίας ένας γεροδεμένος παππούς, περί τα 75 και αρχίζει να παίζει γνωστούς μακεδονίτικους σκοπούς, ξεσηκώνοντας με τους δυνατούς ήχους την παραλία και προκαλώντας την έκπληξη των παραθεριστών, όλων των ηλικιών, που απολάμβαναν τις σκιασμένες, αλλά καυτές ακτίνες του ήλιου κάτω από τις λευκές ομπρέλες.

Εμείς κάτω από τα σκιερά πλατάνια προτιμούσαμε την απόλυτη φυσική δροσιά εκεί στην Παραλία της Επανομής, ακριβώς απέναντι από τις αχνίζουσες, λόγω ζέστης, κορυφές του Ολύμπου.

Και καθώς οι ήχοι του ζουρνά ζωντάνευαν με διαφορετικά ηχοχρώματα όλη την πλαζ και σκορπούσαν όμορφες διαθέσεις με το “Μήλο μου κόκκινο” και το “Μανούλα μου η αγάπη μου μ’ άφησε”, ο από μηχανής καλλιτέχνης πήρε κουράγιο και άρχισε να παίζει τώρα Μακεδονικά – Βαλκανικά ορχηστρικά, θυμίζοντας τις καλές στιγμές του Ζόραν Μπρέγκοβιτς.

Οι ήχοι του ζουρνά αλλάζουν το κλίμα στην πλαζ.

Το τοπίο ομόρφυνε περισσότερο, οι άνθρωποι χαλογελούσαν, τα παιδάκια κοιτούσαν παράξενα και οι νύμφες απέναντι στην Πηγή των Μουσών του Πλαταμώνα άρχισαν να χορεύουν ηδονικά, κάνοντας τις ιέρειες από τις αυλή της Ίσιδος, πιο πάνω στο Δίον, να σκάνε από την ζήλια τους…

Δυναμικός και με εξαιρετική δεξιοτεχνία ο οδοιπόρος – οργανοπαίχτης.

Μιλήσαμε με τον αυθεντικό οργανοπαίχτη, τον κυρ Σπύρο, που μας είπε ότι κατάγεται από την Τζουμαγιά των Σερρών (Ηράκλεια), αλλά ζει στη Γουμένισσα του Κιλκίς, στη “Μέκκα” των χάλκινων και των ζουρνάδων.

Έπαιζε και ο ίδιος σε ορχήστρες χάλκινων με παρέες συναδέλφων του, αλλά τα τελευταία χρόνια, λόγω κρίσης και πανδημίας, οι συναντήσεις αραίωσαν και ο καθένας παίρνει τον δικό του δρόμο.

Ο κυρ Σπύρος ήθελε να βγάλουμε και selfi, αλλά να είναι περιποιημένη, είπε…

Ο κυρ Σπύρος πήρε το δρόμο προς Σαλονίκη, έφτασε στους σταθμούς των λεωφορείων στο ΙΚΕΑ και πήρε τη γραμμή προς τις παραλίες της Επανομής.

Δημιούργησε ένα διαφορετικό αισθητικό κλίμα, που άρεσε σε πολλούς ώστε να τον καλούν κοντά τους για να τον ευχαριστήσουν. “Αυτή είναι η μουσική του τόπου μας και την απολαμβάνουμε”, έλεγε ένας φίλος από διπλανή παρέα. “Δεν το κάνουμε από ψευτοπατριωτισμό, ούτε καπηλευόμαστε την αγάπη μας για τον τόπο μας”, όπως μερικοί πολιτικάντηδες για να παίρνουν ψήφους”, πρόσθεσε.

Με τα λίγα λεφτά, που μάζεψε ο ζουρνατζής θα πάρει ένα σάντουϊτς από  το κυλικείο και θα συνεχίσει για άλλη παραλία, ως μοναχικός οδοιπόρος στη μακεδονική γη, κόντρα στα ξενόφερτα ήθη και στη μανία για “ντάμπα – ντούμπα”, που ξεκουφαίνει τους μικρούς και αγανακτεί τους μεγάλους εκεί στα beach bar του Ποταμού, της Ηράκλειας και των πανέμορφων ακτών της μείζονος Χαλκιδικής.