Στο σταθμό των ΚΤΕΛ, έξω από την πόλη, αγκομαχούν τα λεωφορεία έμφορτα με τα όνειρα και τις αγωνίες της νέας γενιάς, των ανέμελων αγοριών και κοριτσιών, που κάπου σε μια άκρη της Μακεδονίας, καταθέτουν την ελπίδα του μέλλοντός τους.

Στη διαδρομή μέγας υποδοχέας ο Θερμαϊκός, που αν και γκρίζος και κατσούφης, χαρίζει τα μεγαλειώδη ξανοίγματα στον ορίζοντα. Ναι, ρε. Θεσσαλονίκη! Και φουσκώνουν τα πνευμόνια, μετά τον σύντομο αποχωρισμό, για χάρη των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων.

Γράφει ο Άγγελος Κολοκοτρώνης

Παρέκει, έφτιαξαν πάλι την Αριστοτέλους πολύχρωμη.  Άγχη και βιασύνη, κάτι να προλάβουν μικροί και μεγάλοι. Ένα ζευγαράκι σφιχταγκαλιασμένο, κάτι κυρίες φορτωμένες με δώρα και προσδοκίες, χάριν των παιδιών. Τα φωτάκια που αναβοσβήνουν, ένας χάρτινος Αη Βασίλης. Ε, είναι Χριστούγεννα.

Όσο να πεις, κάποια πίκρα ή ένα πλατύ χαμόγελο είναι εκεί αποτυπωμένο σ΄αυτή την ημέρα, στο πέρασμα του χρόνου. Κι εμείς, κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά. Με αναμνήσεις. Πολλές. Κάθε μορφής. Το νόημα της γιορτής σε δεύτερο πλάνο. Σαν μοναξιά, που αλύπητα συνοδεύει ρυτίδες και αναμνήσεις. Αμετάπειστες.

Γυρίζουμε πίσω, στο σταθμό. ΄Ενας εξαντλημένος από το ταξίδι οδοιπόρος, με ρωτάει κατά πού πέφτει ένας κάποιος αστικός ιστός. Του δείχνω. Πάρε ταξί, του λέω. Μου απαντάει αρνητικά. Δεν θα έχει χρήματα, σκέφτομαι. Με μεγάλη διακριτικότητα-όσο γίνεται- του λέω ότι μπορώ να του δώσω το αντίτιμο για το ταξί. Είχα κάποιες ανάλογες πικρές εμπειρίες και, ΄μέρες που είναι, μου χτύπησαν την πόρτα. Παρά πάσα προσδοκία, το αρνιέται ευγενικά. Είναι πεζοπόρος ταξιδευτής, σκέφτηκα, ή απλώς με ντράπηκε.

Συνέχισα τη δική μου διαδρομή. Μου λέει τα νέα της η εγγονή μου. Η ακαταμάχητη νιότη σκέφτομαι, καθώς την ακούω, πάντα κυρίαρχη. Ιστορίες που θα καταγραφούν στο δικό της «βιβλίο ζωής», για να τα θυμάται μετά πολλά χρόνια κι ίσως να γελά, ή να μελαγχολεί. Γύρισα σπίτι αισιόδοξος. Μια άλλη γενιά σίγουρη για τον εαυτό της, παίρνει τη σκυτάλη. Μια άλλη νέα γενιά, φορτωμένη με πληροφορίες από το διαδίκτυο, νομίζει κανείς –με την καλή έννοια- ότι με μιας τα έμαθε όλα.

Παρέμεινα σιωπηλός. ΄Ακουγα και χαιρόμουν. Καμάρωνα. Μπορεί και να ζήλευα, που η δική μου διαδρομή κοντεύει στο τέλος της. Σαν να νοσταλγούσα κι άλλες πίκρες κι άλλα βάσανα κι άλλα άγχη. Έτσι είναι η ζωή. Νομίζουμε ότι την προλαβαίνουμε, αλλά αυτή είναι πρωταθλήτρια. Μας κερδίζει στο βάδισμα αλύπητα!

Την ίδια ώρα που ο χάρτινος Αη Βασίλης μένει χαμογελαστός, σαν να μας ειρωνεύεται και ο ταλαιπωρημένος οδοιπόρος του σταθμού, μας διδάσκει να προχωρήσουμε, με όσα σακίδια στην πλάτη, στον προορισμό μας. Στον πρώτο αστικό ιστό. Ανάμεσα στο πλήθος. Ναι, ανάμεσα στο πλήθος, που συμπτωματικά ήταν ο τίτλος από το πρώτο μου γραπτό, πριν μισό αιώνα. Ήταν και τότε Χριστούγεννα. Πώς περνούν τα χρόνια…