Η μοναχική βόλτα του Σαββάτου. Σαν το κύμα στην ακρογιαλιά, που πάει κι έρχεται αενάως. Μάλιστα. Ένας γείτονας με ρωτά: «Πώς πάει; Είστε καλά;» Του απαντώ: «Μια χαρά». Με κοιτάζει με καχυποψία, σαν να υποπτευόταν ότι κάπως ειρωνεύομαι την κατάσταση. Μπορεί να ήταν κι έτσι. Για τον βγάλω από το αδιέξοδο, τού συμπληρώνω: « Αφού ζούμε, μια χαρά είμαστε»! Χαμογέλασε με αμηχανία και χάθηκε στο τέλος του δρόμου.
Γράφει ο Άγγελος Κολοκοτρώνης
Πάω στην παραλία. Πάντα στο ίδιο μέρος, το γνωστό. Τα δένδρα ολόγυμνα πλέον, σαν το «μέσα» μας. Σε ένα σκουριασμένο λαμαρινούργημα, που το ονόμασαν Τέχνη, εμπνεύσεως Ζογγολόπουλου, κάποιο ζευγάρι χάραξε εκεί πάνω τα ονόματά του: Ευανθία, Σωτήρης, μια καρδούλα και από κάτω «για πάντα μαζί».
Αν υπολογίσω πριν πόσα χρόνια στήθηκε εκεί το λαμαρινούργημα, τα ολόδροσα νιάτα της Ευανθίας και του Σωτήρη, θα πρέπει τώρα να πλησιάζουν τα πενήντα. Νέοι άνθρωποι… Εκείνος με φαλακρίτσα, εκείνη με μια ποδιά στην κουζίνα της, με τα παιδιά της να ζουν τη δικιά τους εφηβεία. Δεν ξέρω. Υποθέτω. Πάντως το «για πάντα μαζί» μπορεί να το ξέχασαν και οι ίδιοι. Σε άλλο σύντροφο μάλλον θα έδωσαν ξανά την αμοιβαία υπόσχεση.
Άλλωστε αυτό το «για πάντα», είναι σχετικό. Μπορεί να διαρκέσει και μια – δυο ώρες. Κανένας δεν ξέρει. Κατά σύμπτωση, φεύγοντας ένα άλλο ζευγαράκι στα 16 με 17, έδινε τον αιώνιο όρκο με ένα φιλί στη μέση του δρόμου. Με είδαν και, σαν να ντράπηκαν. Γύρισα και κοίταξα αλλού. Πού να ξέρουν ότι αυτή η στιγμή ήταν πάντα η ωραιότερη τη ζωής μας!
«Προσγειώθηκα» έξω από ένα σούπερ μάρκετ. Λες και έχουμε πόλεμο, έγινε μια σαββατιάτικη επιδρομή, μην τύχει και κάτι μας λείψει.
Έλεος ρε παιδιά! Μια υπέργηρη, με κοίταξε περίεργα, καθώς νόμισε ότι θα της πάρω τη σειρά. Της είπα να περάσει μπροστά και με κοίταξε άγρια. Χαμογελάω. Τίποτα αυτή. Άνοιγε το πορτοφόλι της με… αφοσίωση και μετρούσε κάτι ψιλά.
Είπα να την χαιρετήσω φεύγοντας, αλλά δεν το έκανα μη με κατηγορήσει για… σεξουαλική παρενόχληση. Γυρίζω σπίτι και, άντε πάλι, όλα από την αρχή!