Και οι χειμώνες της μοναξιάς μας, καλοδεχούμενοι. Σαν μια λευκή κόλα χαρτί μπροστά μας. Παλιά μου Τέχνη… Από την Άνω Πόλη τα ολόδροσα όνειρα κατηφορίζουν λες και θέλουν να γνωρίσουν τη Ζωή.
Με κουκούλες και μάσκες, η ανάσα της εφηβείας ακάθεκτη, απολαμβάνει την σκλαβωμένη ελευθερία της. Μερικά κοριτσόπουλα ντυμένα τα χρώματα της αισιοδοξίας, πορεύονται σε μια αναγνωριστική βόλτα προς το Αύριο. Με τριζάτο τακουνάκι στο πλακόστρωτο και την απόλυτη άγνοια για τις θύελλες που καραδοκούν πίσω από την αθωότητα της πάλλευκης στιγμής.
Γράφει ο Άγγελος Κολοκοτρώνης
Κι εμείς, έτσι, ντυμένοι σαν… κρεμμύδια, δείχνουμε να σφιχταγκαλιάζουμε την φλόγα της καρδιάς μας, μην τύχει και κρυολογήσει και σταματήσει το ρολόι της ζωής μας! Γεράματα, Απόστολε!…
Πιο πέρα, σε μια γωνιά, ένας γεράκος ζητιανεύει. Όχι, την εικόνα αυτή δεν την θέλουμε. Γυρίζουμε το πρόσωπο.
Απέναντι, ένας ξεσκούφωτος τριαντάρης, πάνω σε ένα μηχανάκι, υποδύεται τον άφοβο παράξενο καβαλάρη, που βάλθηκε να αφήνει το θορυβώδες αποτύπωμα των τροχών του στο χιόνι. Ούτε που ξέρει ότι σαν λιώσει το χιόνι, τα αποτυπώματα του είδους θα έχουν χαθεί οριστικά.
Κατηφορίζουμε κι εμείς. Η πόλη αποκαλύπτει το μουσκεμένο της πρόσωπο. Αυτοκίνητα στη σειρά, άγρια μαρσαρίσματα και κορναρίσματα χωρίς αιτία. Μεταφέρουν όλη την απόγνωση, ενός κόσμου που λες και θέλει να πετάξει τις αλυσίδες της απομόνωσης.
Τα ραδιόφωνα κραυγάζουν με τα δελτία ειδήσεων, ενώ κάποιος, οδηγώντας το καινούργιο μοντέλο της Ford, για να κάνει τη διαφορά, ανακάλυψε τον Καζαντζίδη. Κι ακούμε: «Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή». Σιγά μην είναι ψέμα!…
Παρακάτω στη γωνία, ένας καβγάς. Κάποιος, καθώς οδηγούσε, σταμάτησε απότομα και τον… επακούμπησε ο πισινός του. Καβγάς με το θερμόμετρο στο μηδέν. Στο μηδέν και οι συμπεριφορές.
Στο παρκάκι δεξιά, μερικά ανήλικα, προσπαθούν να φτιάξουν έναν χιονάνθρωπο. Το ζητούμενο της στιγμής. Κάποιοι άλλοι κάποιας ηλικίας, θυμούνται τα δικά τους. Είδαν εν τω μεταξύ τόσους πολλούς χιονανθρώπους στη ζωή τους, που δεν συγκινούνται πλέον.
Τόσοι θόρυβοι, τόσες αλλοπρόσαλλες εικόνες, με φόντο ένα χειμώνα. Κι η ζωή να τραβάει την ανηφόρα. Άντε, καθώς αργούν και οι αλκυονίδες ημέρες, να ανοίξουν και τα μπαράκια, να πιούμε και κανέναν βαρύ-γλυκό. Απολαμβάνοντας όλη την τρέλα μιας πόλης, που όλα αυτά τα λέει ζωή.
Την ίδια ώρα που κρύβονται στις φωλιές τους, πάνω στον Χολομώντα, κάτι απορημένα σκιουράκια, που τουλάχιστον ταιριάζουν με το τοπίο…