Την απουσία του κατάλληλου φιλοεπενδυτικού κλίματος για την oικονομική ανάπτυξη της χώρας επισημαίνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, αφήνοντας αιχμές κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση ενισχυμένης εποπτείας.

 

Ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο, με αφορμή τις αναφορές  στην φορολογία και στα κοινωνικά επιδόματα τονίζει ότι «η πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκαλεί προβληματισμό, αλλά και ανησυχία στις αγορές κεφαλαίων, στις οποίες αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα θα κληθεί να προσφύγει για να ανανεώσει, όταν λήξουν, τα χαμηλότοκα δάνεια των «θεσμών».

Η απουσία του κατάλληλου φιλοεπενδυτικού μίγματος πολιτικής, ως αναγκαίας και ικανής προϋπόθεσης για την ανάπτυξη της οικονομίας, δεν φαίνεται όμως να προβλημάτισε τους συντάκτες της έκθεσης, που δεν έχει σχεδόν τίποτα να πει για τις ιδιωτικές επενδύσεις, πέραν της διαπίστωσης ότι οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% τη δεκαετία 2007-2017, κι ότι οι καθαρές επενδύσεις σήμερα είναι ακόμη αρνητικές (δηλ. οι νέες επενδύσεις δεν καλύπτουν καν τις αποσβέσεις που γίνονται), μειώνοντας, έτσι, το απόθεμα πάγιου κεφαλαίου στη χώρα» σημειώνει ο ΣΕΒ και προσθέτει:

Εμποδίζεται η ανάπτυξη της παραγωγικής οικονομίας

Η αναθεώρηση του μέτρου μείωσης της φορολογίας επιχειρήσεων και μερισμάτων από 1/1/2019 και η αναπομπή του στο μέλλον συμβαδίζει με μια πολιτική επέκτασης καταναλωτικών δαπανών και  συνεχή αφαίμαξη πόρων από την ιδιωτική οικονομία, μέσω της υπερφορολόγησης.

Όσο όμως εμποδίζεται η παραγωγική οικονομία να αναπτυχθεί τόσο θα διατηρείται ένα στρεβλό αναπτυξιακό πλαίσιο που στηρίζεται στην κατανάλωση και τις εισαγωγές. Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους μέχρι το 2060, δεν εμποδίζουν κατ΄ ανάγκη την δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για ισχυρότερη ανάπτυξη, ιδίως με την προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων.

Θεσμοί και κυβέρνηση να συνεργαστούν για να βρεθεί δημοσιονομικός χώρος για καλά αμειβόμενη εργασία

Συνεπώς, είναι επιτακτικός στόχος πολιτικής να βρεθεί αυτός ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργήσει κίνητρα για καλά αμειβόμενη εργασία, επιχειρηματικότητα, φορολογική συμμόρφωση, αποταμίευση, καινοτομία και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να συνεργαστούν η Ελληνική κυβέρνηση και οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί.

Το σημερινό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής έχει ημερομηνία λήξεως, καθώς βασίζεται στην υπερφορολόγηση της ιδιωτικής οικονομίας και στη μείωση επενδυτικών, αλλά και τρεχουσών δαπανών αναπτυξιακού χαρακτήρα. Η μείωση του αφορολογήτου μπορεί να χρηματοδοτήσει ένα μείγμα μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και αύξησης των επιστροφών φόρων για οικογένειες με παιδιά.

Χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα

Παράλληλα, είναι απαραίτητο να υλοποιηθεί ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο δημόσιο τομέα, με στόχο την εξοικονόμηση πόρων για τη βελτίωση των υπηρεσιών δημοσίων αγαθών που προσφέρει το κράτος στους πολίτες, περιλαμβανομένης και της αύξησης του όγκου και της αποτελεσματικότητας των δημοσίων επενδύσεων.

Στο 10μηνο 2018 τα έσοδα κινούνται ακριβώς στους στόχους και ελαφρά άνω των επιπέδων του 2017, υποβοηθούμενα από την κατάργηση του χαμηλού ΦΠΑ σε αριθμό νησιών. Η μικρή αλλά σταθερή αύξηση στις δαπάνες μισθοδοσίας του κράτους συνεχίζεται, ενώ οι δαπάνες κοινωνικής πολιτικής ήδη προσαρμόζονται στην υλοποίηση των προτιθέμενων μέτρων του προϋπολογισμού 2019, γεγονός που προκαλεί για την ώρα μια υστέρηση στις σχετικές δαπάνες.

Την ίδια ώρα, συνέχιση της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά το 1ο εξάμηνο του 2018 καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς ωστόσο να έχουν ακόμα απομακρυνθεί οι κίνδυνοι που σχετίζονται κυρίως με τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (47,8%, έναντι 47,2% στο τέλος του 2017) και τη διεθνή αβεβαιότητα.

Από την πλευρά της αγοράς εργασίας, η έναρξη των νέων προγραμμάτων κοινωφελούς απασχόλησης και η χρονική μετατόπιση εποχικών προσλήψεων και αποχωρήσεων, ιδίως στον τουρισμό, πιο νωρίς φέτος, φαίνεται να επιδρά στον αριθμό των εγγεγραμμένων ανέργων, που από τον Αύγουστο του 2018 και μετά διαμορφώνεται σε επίπεδα ελαφρά υψηλότερα σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες το 2017.

Πηγή: Iefimerida.gr