Ο αέρας αλλάζει φέρνοντάς σου τη μυρωδιά της καθαρής θάλασσας, το μπλε του Βόρειου Αιγαίου, το οξυγόνο της παρθένας ανοιχτωσιάς.

Απ’ την πρώτη στιγμή που πατάς το πόδι σου στο ‘εναλλακτικά μοναδικό’ νησί, νιώθεις μια ηρεμία και κάτι μέσα σου σε σπρώχνει να εναρμονισθείς με τους ρυθμούς του.

Τόπος αγνός, καθάριος, ήρεμος, μακριά από υπερβολές, περιττές φωνές και επίπλαστη πολυτέλεια.

Κάτω απ’ την παχιά σκιά των πλάτανων και απέναντι από τα μεγάλα μπαλκόνια με τη θέα που σου κόβει την ανάσα,  απολαμβάνεις τα υπέροχα εδέσματα !

 

Ένα ταξιδιωτικό οδοιπορικό

της Αλεξάνδρας Γρηγορίου

 

Μετά την τρίτη προσπάθεια να επισκεφθείς έναν τόπο, ειδικά όταν πρόκειται για νησί, ένα απ’ τα εκατοντάδες του Αιγαίου, η αλήθεια είναι ότι ξεν ερώνεις αφού οι εναλλακτικές σου είναι ομολογουμένως πολλές κι άκρως ενδιαφέρουσες….

Κι άντε, το χειμώνα το θεωρείς και κάπως ψιλοφυσιολογικό, σε μια χώρα που βρίσκεται υπό κατάρρευση, να μην έχει δρομολόγια με πολλές επιλογές για να περάσεις ‘απέναντι’. Το καλοκαίρι όμως, η διαπίστωση ότι οι επιλογές είναι μετρημένες στα δάχτυλα και μάλιστα χωρίς διαβεβαιώσεις, μόνο αν έχεις δουλειά ή τέλος πάντων μια υποχρέωση που δεν αναβάλλεται, μπορεί ν’ αποτελέσει το κίνητρο για να επιμείνεις και να βρεις τρόπο να ταξιδέψεις τελικά!

Είναι που κι εδώ και τρία χρόνια (!) το περίφημο μουσείο του νησιού με το αντίγραφο της μοναδικά υπέροχης Νίκης του, παραμένει κλειστό (!) οπότε ψάχνεις λόγους εκτός από υποχρέωση για να επισκεφθείς τη Σαμοθράκη!

Όσο κι αν το σκέφτεσαι κάπως, η ιδέα ότι δε θα χρειαστεί να περάσεις αυτοκίνητο απέναντι, γεγονός που θα σου γλιτώσει αρκετά ευρώ…, και θα έχεις την τύχη ένα γέννημα θρέμμα Σαμοθράκης, να σε ‘γυρίσει’ στο νησί, αποτελεί μια ευχάριστη νότα στη βαρεμάρα όσο περιμένεις το ταχύπλοο που μεταφέρει μόνο επιβάτες και όχι οχήματα.

Συνηθισμένα λοιπόν όλα, σε μια χώρα της κρίσης και το μυαλό στη δουλειά που σε ΄σέρνει’ στην άνευ ενδιαφέροντος Σαμοθράκη…. μέχρι να περάσει το ταχύπλοο τον λιμενοβραχίονα της Αλεξανδρούπολης. Εκεί είναι που λες κι ο αέρας αλλάζει φέρνοντάς σου τη μυρωδιά της καθαρής θάλασσας, το μπλε του Βόρειου Αιγαίου, το οξυγόνο της παρθένας ανοιχτωσιάς.

Αφήνεις πίσω τον Έβρο που απομακρύνεται και για κάμποση ώρα είσαι ανάμεσα σε δυο όγκους στεριάς, έχοντας μόνο την υπέροχη εναλλαγή των μπλε του ουρανού και της θάλασσας. Εκεί είναι που συνειδητοποιείς ότι ξεφεύγεις, απομακρύνεσαι απ’ τα συνηθισμένα σου, αλλάζεις προορισμό, ξεχνάς ότι πηγαίνεις κάπου που ξεκίνησες βαρετά.

Όσο πλησιάζεις τον όγκο που έχεις μπροστά σου, σχεδόν αρχίζεις να αδημονείς να φτάσεις. Όχι από περιέργεια μόνο όσο από ανάγκη να ξεφύγεις όντως, φτάνοντας κάπου διαφορετικά. Το νιώθεις ότι είναι διαφορετικά αφού η όλη κίνηση , τόσο στο λιμάνι όσο και στο ταχύπλοο, δε θυμίζει σε τίποτα εκείνη την ταλαιπωρία και την ψυχοφθόρα αναμονή, σε όλα. Εδώ βλέπεις ανθρώπους που στην πλειοψηφία τους γνωρίζουν πολύ καλά πού πηγαίνουν κι έχουν αυτή τη γλυκιά όψη της αναμονής να φτάσουν.

Η εικόνα της Καμαριώτισσας που σε υποδέχεται, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για μπερδέματα περί πολυκοσμίας και πιθανών απροόπτων κι αναμονής στο λιοπύρι. Τακτοποιημένα και γρήγορα, αποβιβάζεσαι και σε περιμένει χαμόγελο και περιποίηση με τον καφέ του καλωσορίσματος.

Απ’ την πρώτη στιγμή που πατάς το πόδι σου στο ‘εναλλακτικά μοναδικό’ νησί, νιώθεις μια ηρεμία και κάτι μέσα σου σε σπρώχνει να εναρμονισθείς με τους ρυθμούς του. Δουλειά; Α, ναι, δουλειά. Που όμως γίνεται με άλλη διάθεση πλέον, σε άλλους ρυθμούς, με τη φιλοξενία των κατοίκων να θυμίζει άλλες εποχές.

Και στο δρόμο, παρατηρείς την πέτρα που σε όλες τις μορφές και μεγέθη της, επικρατεί σε μεγάλο κομμάτι του νησιού. Τ’ απόνερα της καταστροφής του χειμώνα που πλημμύρισε ολόκληρα χωριά με λάσπη κι οι χείμαρροι έγιναν ποτάμια και κατάπιαν γεφύρια και δομές. Πασχίζουν οι κάτοικοι να επαναφέρουν τους δρόμους και τις γέφυρες και τις διαδρομές, στην πρότερη μορφή αλλά χρειάζεται χρόνος αφού τα απαραίτητα κονδύλια δεν υπάρχουν.

Μα όταν το μάτι σηκωθεί απ’ τον πληγωμένο δρόμο κι αντικρύσει το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας που όπου κι αν κοιτάξεις σ’ αγκαλιάζει και σε ηρεμεί, ξεχνάς και το παράπονο των κατοίκων που νιώθουν παραμελημένοι κι έχουν ιστορίες πολλές του αγώνα που δίνουν σε καθημερινή βάση. Και τους δικαιολογείς αυτόματα που δε φεύγουν απ’ τον παράδεισό τους, σε κάθε βήμα και κάθε στροφή που σε φέρνει ψηλά, μέχρι τον Προφήτη Ηλία, το χωριό με τις φημισμένες ψησταριές και το ονομαστό κατσίκι του νησιού.

Χαμόγελα και περιποίηση

Πάνω από 5 βαθμούς διαφορά θερμοκρασίας, κάτω απ’ την παχιά σκιά των πλάτανων, τα μεγάλα μπαλκόνια με τη θέα που σου κόβει την ανάσα, ο μόνος τρόπος για να σταματήσεις ν’ απολαμβάνεις τα υπέροχα εδέσματα, είναι πίνοντας το φρέσκο, πεντακάθαρο, χωνευτικό νερό απ’ τις πηγές, που δεν το χορταίνεις. Χαμόγελα και ζεστή φιλοξενία στα μικρά μαγαζιά με τα μεγάλα μπαλκόνια, που ‘φωνάζουν’ ότι όταν κρυώσει ο καιρός, τα γλέντια που γίνονται δίπλα στα τζάκια, δεν έχουν τελειωμό.

Κι εκεί που έχεις αποφασίσει να φύγεις και να συνεχίσεις τη δουλειά σου, έρχεται το γλυκό του κουταλιού με το δροσερό γιαούρτι και λες κι έχει το βότανο της ανεμελιάς, δε μπορείς να ξεκολλήσεις…

Περνούν οι ώρες με τους Σαμοθρακίτες να σε καλοδέχονται και την ώρα να περνά χωρίς να το νιώθεις ώσπου φτάνεις στη Χώρα, την περισσότερο πληγωμένη απ’την πλημμύρα του χειμώνα, με τα μηχανήματα να σε καλωσορίζουν και τις πέτρες να κάνουν ασπίδα πλέον, αφού όμως κατέστρεψαν τα πάντα στο διάβα τους με το νερό και τη λάσπη πριν μερικούς μήνες.

Κι εκεί, αμφιθεατρικά χτισμένα όλα, ένα μικρό καφέ, σαν παλιός καφενές με τη μοντέρνα ματιά που έφερε η αναγκαστική ανακαίνιση μετά το ολοκληρωτικό ‘θάψιμο’ στη λάσπη, κάτω από έναν γερο πλάτανο που σου επιβάλλεται με την είσοδό σου στον οικισμό, απολαμβάνεις τον καλύτερο καφέ των τελευταίων ετών, χωρίς τίποτε να σε προειδοποιεί για την πρώτη γουλιά που σε ξαφνιάζει ευχάριστα.

Μικρός χωρισμός η αναγκαστική αναχώρηση, με την περιέργεια της συμμετοχής σε κάποια απ΄  τις εκδηλώσεις που γεμίζουν το Πνευματικό Κέντρο του νησιού, που στέκει αγέρωχο απέναντι, δωρεά ενός ντόπιου δωρητή.

Ψηλός, απότομος, αγέρωχος, ο βράχος της αναρρίχησης που στέκει δίπλα στο δρόμο, αποκομμένος απ’ το ‘σκληρό’ βουνό που θαρρείς και κινείται αν σου παίξει παιχνίδι ο ήλιος με τις σκιές απ’ τα κατσίκια που βόσκουν ελεύθερα γνωρίζοντας όπως όλοι, σε ποιον ανήκουν, άσχετα  πού βρέθηκαν εκείνη τη στιγμή.

Τόπος αγνός, καθάριος, ήρεμος

Κ ι έφτασε η ώρα να πάρεις τον παραθαλάσσιο δρόμο, δίπλα στην ατέλειωτη παραλία με την κροκάλα και το βαθύ μπλε που σε καλεί σε κάθε βήμα να τ’ αφήσεις όλα και να βουτήξεις, να χαθείς στα πεντακάθαρα νερά κ μετά να μεθύσεις με το κρασί και το φρέσκο ψάρι να σε χορτάσει θάλασσα. Κι εκεί καταλαβαίνεις ότι αν ονειρευόσουν έναν τόπο αγνό, καθάριο, ήρεμο, μακριά από υπερβολές, περιττές φωνές και επίπλαστη πολυτέλεια, τον βρήκες στο ξύπνιο σου, τον έχεις μπροστά σου.

Παντού τα σημάδια του άγριου προσώπου της φύσης που ΄δέρνει’ αλύπητα το χειμώνα καθετί στην παραλία ενώ εμφανή είναι τα σημάδια του αέρα που πρέπει να λυσσομανά τα κρύα βράδια του χειμώνα, έχοντας τη δική του χάρη. Σμιλεμένα όλα, τώρα το καλοκαίρι, ήρεμα, στέκουν και ρουφάνε τη ζεστασιά του ήλιου που τα χαϊδεύει ασταμάτητα δίνοντας λόγο στη θάλασσα να σε καλεί κάθε στιγμή να την απολαύσεις.

Και τότε είναι που συνειδητοποιείς ότι αυτός ο παράδεισος, δε μπορεί, δεν είναι δυνατόν να σου αποκαλυφθεί σε μια μέρα, ούτε σε δυο… Θέλει μέρες πολλές, μήνες, χρόνια επισκέψεων, να τον γυρίσεις, να τον γνωρίσεις, να τον απολαύσεις, να τον αφουγκρασθείς. Κι έτσι δίνεις το ραντεβού για την επόμενη φορά που μαγεμένος θέλεις να ξαναζήσεις κάποιες απ’ τις λίγες στιγμές που έζησες αλλά σίγουρα θα ονειρεύεσαι αυτές που θα ‘ρθουν…

Κι όπως απομακρύνεται το ταχύπλοο, εκείνος ο όγκος που έβλεπες ερχόμενος, έχει πλέον όνομα, χρώμα, εικόνες, γεύσεις, μυρωδιές, παρουσίες και δε μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου παρά μόνο όταν φτάσει να βλέπεις μόνο το περίγραμμα του άγριου βουνού που στέκει αγέρωχο στο μέσο του πελάγου.

Λένε πως τη Σαμοθράκη, ή θα τη λατρέψεις ή θα την αντιπαθήσεις. Δε βρίσκω κανένα λόγο για το δεύτερο… Πάντως εγώ έδωσα το ραντεβού μου και ξέρω πως με περιμένει…