Ανάμεσα σε «συμπληγάδες» βρίσκονται περίπου οι μισές ΑΕ και ΕΠΕ του κλάδου της μεταποίησης στις τέσσερις περιφέρειες του βορειοελλαδικού τόξου (ποσοστό 47%), που μελετήθηκαν στο πλαίσιο έρευνας του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) με την υποστήριξη της ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ για την περίοδο 2000-2017. 

 

Συγκεκριμένα, σε σύνολο 746 μεταποιητικών επιχειρήσεων, οι 58 χαρακτηρίζονται με χρηματοοικονομικούς όρους ως «ζωντανές-νεκρές», καθώς ουσιαστικά «φυτοζωούν» με δανεισμό, αυξάνοντας διαρκώς τα χρέη τους, οι 79 εκτιμάται ότι μόλις και μετά βίας καταφέρνουν να επιβιώνουν, οι 78 καταγράφονται ως μέτριου ρίσκου και οι 139 ως υψηλού.

Μεταξύ των επιχειρήσεων που μελετήθηκαν -στο πλαίσιο μιας έρευνας «πόρτα – πόρτα», η οποία διήρκεσε περίπου ενάμιση χρόνο και τιτλοφορείται «Η μεταποίηση της Β. Ελλάδας προς το 2020»- υπάρχουν πάντως και οι εξαιρετικά δυναμικές: μεταξύ αυτών, οι 17 περιλαμβάνονται ανάμεσα στις κορυφαίες του κλάδου τους παγκοσμίως και χαρακτηρίζονται ως «ανταγωνιστικές δυναμικά αναπτυσσόμενες», οι 75 καταγράφονται ως «ανταγωνιστικές με προοπτική ανάπτυξης» και στην περίπτωση 146 η ανταγωνιστικότητα θεωρείται ως σταθερή.

Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις του δείγματος ανήκουν στις κατηγορίες της «ευκαιριακής» (25), μέτριας (40) και μονοδιάστατης/αντιφατικής ανταγωνιστικότητας (89). Για την κατάταξή τους ελήφθησαν υπόψη τρία κριτήρια: η μέση ετήσια μεταβολή του κύκλου εργασιών τους κατά το χρονικό διάστημα 2000-2017, ο βαθμός απόδοσης των απασχολούμενων κεφαλαίων και ο λόγος καθαρού δανεισμού προς EBITDA, όπως εξήγησε, παρουσιάζοντας την έρευνα, ο διευθυντής Μελετών και Τεκμηρίωσης του ΣΒΒΕ, δρ Χρήστος Γεωργίου.

 

Ανενεργές επτά στις δέκα μεταποιητικές ΑΕ και ΕΠΕ στον νομό Θεσσαλονίκης

Επιπλέον, για τις ανάγκες της μελέτης του φαινομένου της αποβιομηχάνισης καταγράφηκε το ποσοστό των ενεργών και ανενεργών επιχειρήσεων, τόσο σε οργανωμένους υποδοχείς (βιομηχανικές περιοχές), όσο και σε συνολικό επίπεδο, για το διάστημα επίσης 2000-2017. Με βάση τα στοιχεία αυτά, στον Νομό Θεσσαλονίκης, από το σύνολο των ΑΕ και ΕΠΕ, ενεργές είναι μόλις το 31% και ανενεργές σχεδόν επτά στις δέκα (ποσοστό 69%). «Αυτό οφείλεται στη δραματική συρρίκνωση κλάδων όπως η κλωστοϋφαντουργία και η ένδυση, ο κλάδος του ξύλου και του επίπλου, των εκδόσεων και των γραφικών τεχνών, κτλ», εξήγησε ο δρ Γεωργίου.

Ο νομός Κιλκίς παρουσιάζει για το ίδιο διάστημα το μικρότερο ποσοστό ενεργών ΑΕ και ΕΠΕ (28%), γεγονός που επίσης οφείλεται κατά κύριο λόγο στην κυριολεκτική εξαφάνιση του κλάδου της ένδυσης στο συγκεκριμένο νομό.
Σε Πιερία και Ημαθία το μεγαλύτερο ποσοστό ενεργών επιχειρήσεων στην Κ. Μακεδονία

Αντίθετα, η Πιερία και η Ημαθία από την Κεντρική Μακεδονία είναι οι δύο νομοί με το μεγαλύτερο ποσοστό ενεργών επιχειρήσεων, της τάξης του 77% και 76% αντίστοιχα, ενώ στη Δυτική Μακεδονία η Καστοριά πρωταγωνιστεί, με ποσοστό 69%. Τα Ιωάννινα σημειώνουν το υψηλότερο ποσοστό ενεργών επιχειρήσεων στην Ήπειρο (60%), ενώ στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη πρωταγωνιστεί η Ξάνθη, όπου το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 69%.

Σε σχέση με την ανωτέρω εικόνα και με βάση τα ευρήματα και από την έρευνα γνώμης που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της μελέτης, τα βασικά συμπεράσματα – παράγοντες που συντέλεσαν στην αποβιομηχάνιση είναι: «αργά» αντανακλαστικά για τη στρατηγική ανταπόκριση στις αλλαγές από το εξωτερικό περιβάλλον δραστηριοποίησης, υψηλός ανταγωνισμός, και κυρίως ανταγωνισμός τιμών από χώρες χαμηλού κόστους, έλλειψη ρευστότητας, αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση και ανεπάρκεια κουλτούρας για την αντιμετώπιση μεγάλης έκτασης κρίσεων. Η ανθεκτικότητα της μεταποίησης συνδέεται -σύμφωνα με τον ΣΒΒΕ- ακριβώς με τον παραγωγικό της χαρακτήρα και τη δυναμική εξωστρεφή δραστηριότητα των μεταποιητικών επιχειρήσεων στη Βόρεια Ελλάδα.

 

Αθ. Σαββάκης: Πρόταση για συγκεκριμένα μέτρα

Με την ευκαιρία της συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση της μελέτης, ο πρόεδρος του ΣΒΒΕ, Αθανάσιος Σαββάκης, επισήμανε ότι ο Σύνδεσμος έχει επενδύσει στην αξιοποίηση του εξαγγελθέντος υπουργείου Βιομηχανίας και γι’ αυτό έχει προτείνει την υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων βιομηχανικής πολιτικής μέσω της πρωτοβουλίας: «Ισχυρή Βιομηχανία , Ισχυρή Ελλάδα», αν και το θεωρεί ημιτελές και εκτιμά ότι θα έπρεπε να έχει κι άλλες αρμοδιότητες.

«Μετά τη λήξη των μνημονίων η Ελλάδα θα πρέπει να επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η ανάπτυξη από τώρα και στο εξής θα είναι αναιμική εάν δεν βελτιωθούν οι βασικές συνιστώσες της ανταγωνιστικότητας, με κύριες την υπερφορολόγηση, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος της απασχόλησης, την απουσία ρευστότητας, το υψηλό κόστος δανεισμού, το υψηλό κόστος ενέργειας, τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και το brain drain. Οι αναμενόμενες βελτιώσεις στους παραπάνω τομείς προϋποθέτουν ότι οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα πρέπει να ενταθούν περαιτέρω και να γίνει κατανοητό από όλους, ότι ο κύριος πυλώνας ανάπτυξης είναι η παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, και για τον λόγο αυτό θα πρέπει έμπρακτα η βιομηχανία να τεθεί στο επίκεντρο της αναπτυξιακής διαδικασίας».

Επιπλέον, πρόσθεσε ο κ. Σαββάκης, για τη μετάβαση της βιομηχανίας στην ψηφιακή εποχή και την επιτυχημένη διαχείριση των προκλήσεων της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, «είναι προφανές ότι η χώρα μας θα πρέπει να προσαρμοσθεί ταχύτατα στα νέα δεδομένα και τις νέες συνθήκες του παγκόσμιου ανταγωνισμού, υλοποιώντας πρωτοβουλίες τύπου Industry 4.0». Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΒΒΕ προτείνει -μεταξύ άλλων- την περαιτέρω αξιοποίηση του Υπουργείου Βιομηχανίας, με την υλοποίηση προγράμματος εθνικής στρατηγικής για τη βιομηχανία, με τίτλο: «ΕΛΛΑΔΑ – ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ – Industry 4.0».

 

Αθ. Ψαθάς: Επιβάλλεται η μείωση της γραφειοκρατίας

Από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ ΑΕ, Αθανάσιος Ψαθάς, αφού υπενθύμισε ότι στις 26 ΒΙΠΕ που λειτουργούν υπό τη σκέπη της εταιρείας, παράγεται το 1/3 της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της μεταποιητικής δραστηριότητας της χώρας (στις 11 βορειοελλαδικές ΒΙΠΕ το 50% του 1/3), τόνισε ότι επιβάλλεται να αρθούν μια σειρά από εμπόδια.

Ιδιαίτερη μνεία έκανε στην ανάγκη μείωσης της γραφειοκρατίας (όπως είπε για μια περιβαλλοντική αδειοδότηση στις προηγμένες χώρες απαιτείται χρονικό διάστημα το πολύ έξι μηνών, ενώ στην Ελλάδα η αναμονή φτάνει συνήθως τα δύο χρόνια και «θεωρείται κάποιος πάρα πολύ τυχερός αν διαρκέσει λιγότερο από εννέα μήνες»), αλλά και των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης (αφού, όπως τόνισε, «υπάρχουν εκκρεμείς υποθέσεις μέχρι και επί 20 χρόνια»).

ΠΗΓΗ ΑΠΕ-ΜΠΕ