Αυτές τις μέρες συμπληρώθηκαν 12 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου και ευαίσθητου ηθοποιού, σκηνοθέτη και δάσκαλου δραματικής τέχνης Νίκου Ναουμίδη και είναι πολλοί αυτοί, που δεν έχουν συνειδητοποιήσει την απουσία του.

Ο Νίκος Ναουμίδης, αγαπημένος από τους  Θεσσαλονικείς πέθανε από ανακοπή καρδιάς πολύ νέος, στα 63 του, στις 6 Ιουλίου του 2013, ίσως γιατί δεν ήθελε να γεράσει ποτέ, όπως έλεγαν φίλοι του.
Ένας από τους αγαπημένους μαθητές του στη Σχολή Θεάτρου με το ψευδώνυμο Άμλετ Γιόρικ θυμάται και γράφει, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας του ηθοποιού και κυρίως το πως δίδασκε και πως μετέδιδε την αύρα του ανθρώπου της τέχνης:

“Πως περπατάς έτσι παιδί μου; Η μύτη στο βάδισμα πρέπει να σηκώνεται και κάτσε σωστά. Η πλάτη να μην ακουμπάει την καρέκλα. Πρέπει να ξεχάσεις αυτά που έμαθες αν θες να γίνεις καλός ηθοποιός.”

Αυτά μας έλεγε ο υπέροχος, ο μοναδικός δάσκαλος Νίκος Ναουμιδης.

“Σιγά καλέ, μην παθιάζεσαι παιδί μου. Ηρέμησε και διάβαζε αργά μια μια τη λέξη σαν να τη βλέπεις για πρώτη φορά Έμοιαζε απαθής με πλάτη όρθια στην ξύλινη καρέκλα και μάτια που άστραφταν. Ντυμένος στα μαύρα σε έφερνε σε αμηχανία και σε ξεβόλευε απ’ την υποτιθέμενη έπαρση του νέου εκκολαπτόμενου ηθοποιού – μαθητή.

Το μάθημά του δεν ήταν για όλους και ειδικά για τους ‘ξερόλες’.

Αργά ή γρήγορα φαινόταν η γύμνια σου έπρεπε να πετάξεις το “δέρμα” και τις συνήθειες του παλιού σου εαυτού. Έπρεπε να ξαναγεννηθείς σαν κάτι καινούργιο.  Λίγοι μαθητές τα κατάφεραν.

Μόνο ο Νίκος σαν άλλος ‘Στανισλάβσκι’ απέδιδε τέλεια τις διδασκαλίες του βιβλίου. ‘Ένας ηθοποιός γεννιέται” σε τόσο ζωντανή μορφή που άλλος δάσκαλος δύσκολα θα μπορούσε. Και αυτό τον έκανε τεράστιο μπροστά μας.

Είχε κάτι σαν μαγνήτη, που το αισθανόμασταν και στις εξόδους μας. Πηγαίναμε στο de facto και τον Ερωδό του Εμμανουηλίδη για μπύρες και τον πλησίαζαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες κάτι διάσημοι, άλλοι με αέρα περίεργο σαν να βγήκαν από παράσταση του Ίψεν.  Όλοι ήθελαν τη φιλία του την παρέα του και τη γνώμη του.

“Στην αρχή παρατηρείς πρώτα τα πράγματα και μετά τους ανθρώπους.  Το βράδυ πριν κοιμηθείς επαναφέρεις τη μέρα στη μνήμη σου”, μου έλεγε.

Στο θάνατο της μητέρας του έμεινε 2 χρόνια κλεισμένος στο σπίτι του.  Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Έπαιρνε κουράγιο από την μεγάλη πίστη του στο Θεό, από τις οι ψαλμωδίες και τους γέροντες μοναχούς, που ήταν φίλοι του.

Ήταν αγέρωχος, δυνατός.  Είχε περάσει τον πόνο και στα δύσκολα φαινόταν. Πάντα έλεγε για το Θεό, τη νηστεία και τις διδαχές της θρησκείας. Τα επίγεια χαζά και τα ψεύτικα πάθη δεν τον άγγιζαν. Συμβούλευε όμως όσους τον ρωτούσαν και τους έλεγε να μην παθιάζονται.

Σύχναζε στο φίλο του στα ψιλικά στην Ανθέων ή στη Σβώλου στο μπαράκι που έβαζε ινστρουμένταλ ανατολίτικα τα πρωινά, όπου σέρβιρε μαθητής του ΚΘΒΕ γαλλικό καφέ.

“Αλίμονο καημένε Γιόρικ” λέει ο Άμλετ στην νεκροκεφαλή του θείου του. “Θυμάσαι πως με αγκάλιαζες και με φιλούσες;” “Πως να το πω δάσκαλε; Θα το δώσω στις εξετάσεις”. “Στο στόμα δε λέει μετά παιδί μου;”

Άμλετ Γιόρικ 

Φωτό: Τέλλος Φίλης