Η φωνή του σχεδόν αιωνόβιου ανθρώπου ηχεί σαν καμπάνα.Θυμάται σαν χθες,
έζησε μέσα στην κατοχή, είδε πολλά,εικόνες,ιστορικά γεγονότα, βίωσε τον εμφύλιο,
σε σκηνές τρόμου από παιδί. Και όπως λέει, είναι μόνο αυτά που τον σημάδεψαν
στην ψυχή και το κορμί του…

Είναι ο Πέτρος Ζαρκογιάννης, σήμερα 94 ετών, που ζει στην Καλαμαριά, αλλά
ήρθε από την βορειοδυτική Μακεδονία, από την περιοχή των Γρεβενών, όπου
διαδραματίσθηκε σκηνικό πολέμου, που χάραξε ανεξίτηλα τη μνήμη ενός παιδιού
της ελληνικής επαρχίας.

Γράφει ο Νίκος Βολωνάκης

Καλύτερα ν αφήσουμε τον ίδιο να διηγηθεί:
« Στο χωριό Σπήλαιο γεννήθηκα και μεγάλωσα. Μικρό χωριό και οι περισσότεροι
κάτοικοι αγρότες. Ήμουν 16 χρόνων τότε που ακούγαμε για τον ερχομό των Γερμανών
και τα εγκλήματα τους. Στην αρχή είχαμε φόβο, αλλά δεν τους βλέπαμε στην
περιοχή μας. Μέχρι που ήρθε η σειρά μας.

«Στις 12 Ιουλίου του 1944 μπαίνουν οι Γερμανοί στο χωριό και αρχίζουν να
μαζεύουν τον κόσμο. Παίρνουν 14 άντρες, ανάμεσα τους ο πατέρας μου και δυο
παιδιά, ο ένας ήμουνα εγώ. Οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει, μας έπαιρναν για
εκτέλεση. Μας έβγαλαν κάπου έξω από το χωριό, σε κάτι λιβάδια. Ήταν ανοιχτό το
μέρος και κάπου εκεί μας περίμενε μια ομάδα άλλων Γερμανών.

« Βλέπω πως αυτοί που μας συνόδευαν άρχισαν να συζητούν με τους άλλους.
Μετά από λίγο κατέληξαν κι ένας Γερμανός με αρπάζει από τον πατέρα μου. Κρατούσα
σφιχτό το χέρι του κι έτρεμα ολόκληρος. Ένας άλλος Γερμανός άρπαξε το δεύτερο
παιδί, που ήταν ξαδερφάκι μου και γιος του προέδρου του χωριού.Μας έφεραν
στο μέρος των Γερμανών. Εκεί διάλεξαν τον τόπο της εκτέλεσης – ένα μικρό άνοιγμα
από μπροστά και από πίσω γκρεμός. 14 κορμιά στημένα στην άκρη του γκρεμού
και οι Γερμανοί έτοιμοι να τα σημαδέψουν.

«Κλαίγαμε με τον ξάδερφο μου και θολά τους βλέπαμε. Από τον φόβο έτρεμαν τα
πόδια μας κι όλο το κορμί μας. Όλα ήταν έτοιμα. Άπλωσαν τα όπλα τους οι Γερμανοί
και τους σημάδευαν. Ο πρώτος κρότος του πολυβόλου ακούστηκε. Πέφτει ο πρώτος
νεκρός, που ήταν ο πρόεδρος του χωριού και μπαμπάς του ξαδέρφου μου, που
στεκόταν δίπλα μου.

«Τότε, κάποια εμπλοκή του οπλοπολυβόλου έγινε και οι Γερμανοί τα έχασαν. Προς
στιγμή θορυβήθηκαν και φαίνονταν αναστατωμένοι. Μέχρι να συνέλθουν,οι δικοί
μας πήδηξαν στο γκρεμό κι άρχισαν να τρέχουν για να γλυτώσουν. Κατρακύλησαν
και σκόρπισαν από δω και από κει. Λυσσασμένοι έτρεχαν οι Γερμανοί ξωπίσω τους.
Τους κυνήγησαν μέχρι τον ποταμό Βενέτικο.Πιάσανε δυο-τρεις και τους εκτέλεσαν
επί τόπου.

 

«Εμένα και τον ξάδερφο, μας πήραν οι Γερμανοί μαζί τους. Περπατούσαμε μια-δυο
ώρες, ώσπου κάπου σταματήσαμε.Γύρω μας έβλεπα μικρά χωραφάκια, αμπέλια,
λίγα δένδρα και διάσπαρτα φτωχά καλύβια. Για λίγο, οι Γερμανοί σκόρπισαν και
φάνηκε ότι κάτι έψαχναν στο αμπέλι. Εμάς μας άφησαν χωρίς να πουν κάποια
κουβέντα. Μικρά μας έβλεπαν και μαραμένα.

Τότε,ξαφνικά κοιταχθήκαμε και μίλησαν τα μάτια μας. Βρήκαμε την ευκαιρία, πετάχτηκαμε και την κοπανήσαμε και ο,τι γίνει ας γίνει, είπαμε. Τρέχαμε και πιάναμε σκιές, ψάχναμε μέρος να κρυφτούμε. Κρυμμένοι κάτω από φύλλα και μικρά κλαδιά, περιμέναμε να φύγουν.
Σε λίγο, έφυγαν.
«Την σκαπουλάραμε, γλυτώσαμε από την εκτέλεση, αλλά δεν γλυτώσαμε από
τα σημάδια του πολέμου ..»