«Bαθύτατη θλίψη» για την απώλεια του «διακεκριμένου επιστήμονα και εξαίρετου μέλους της οικογένειας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», ομότιμου καθηγητή Γιώργου Αναστασιάδη, εκφράζουν οι πρυτανικές αρχές του Ιδρύματος.

Ο Γιώργος Αναστασιάδης έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών. Ήταν ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, όπου δίδαξε Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας.

Σε ανακοίνωση τους οι πρυτανικές Αρχές του ΑΠΘ αναφέρουν ότι ο εκλιπών «ακούραστος ερευνητής της επιστήμης του αλλά και της νεότερης ιστορίας της Θεσσαλονίκης, ξεχώρισε με την επιστημονική του κατάρτιση και το πλούσιο συγγραφικό του έργο», ενώ «υπηρέτησε την επιστήμη του και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο με αφοσίωση, ευγένεια, σεμνότητα και συνέπεια και υπήρξε εξαίρετος ακαδημαϊκός δάσκαλος», γι’ αυτό «το πλούσιο έργο του αποτελεί παρακαταθήκη για το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και τις νεότερες γενιές επιστημόνων».

Με ψήφισμά του, ο Τομέας Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης τον αποχαιρετά, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Με ευρύτερη παιδεία και μεγάλη αγάπη για το γνωστικό του αντικείμενο συνέβαλλε στην ανάπτυξη της Συνταγματικής και πολιτικής ιστορίας και στην ανανέωση των μεθοδολογικών της εργαλείων. Οι αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τη γενέθλια πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, τον ενέπνευσαν για να “ανασυντάξει” την πορεία της και να δείξει τα οράματά της, χωρίς να κρύβει τις γκρίζες πλευρές της. Η προσήνειά του τον έκανε καλό και αποτελεσματικό δάσκαλο, η καλή προαίρεση και το χιούμορ του ιδιαίτερα αγαπητό συνάδελφο. Στην αγαπημένη σύντροφό του Πέτρα και στην μονάκριβη Ελισώ του στέλνουμε την σκέψη και την αγάπη μας. Καλό ταξίδι Γιώργο».

Ο Γιώργος Αναστασιάδης γεννήθηκε το 1944 και ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ. Δίδασκε Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας. Στο πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό του έργο, στα άρθρα του σε περιοδικά και εφημερίδες και στις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές του, ξεχωριστή θέση κατείχαν τα θέματα και οι πηγές της νεότερης ιστορίας και της «μικροϊστορίας» της πόλης. Ιδιαίτερη έμφαση έδινε επίσης στην αξιοποίηση του ιστορικού υλικού που περιέχουν οι παλιές εφημερίδες και η λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης.