Τον είχα δει προ μηνών εδώ στην Εθνικής Αντίστασης, ενώ πάρκαρε την πράσινη τζιπάρα (συλλεκτική Μερσεντές) απέναντι από το μαγαζί με είδη σπορ, όπου ερχόταν συχνά, κοντά στο δικό μας στέκι.

Εγκάρδιος και ευχάριστος με την πρώτη ματιά, αλλά σε λίγο σοβαρός και σχεδόν βλοσυρός. “Δεν πάμε καλά, γενικώς”, μου λέει και προφανώς αναφέρεται στην πτώση του τζίρου, στο κλείσιμο μαγαζιών της νύχτας λόγω κορωνοϊού και στα στραβά κι ανάποδα της καθημερινότητας.

“Ο άλλος, που είναι;” με ρωτάει εννοώντας τον συνάδελφο Νίκο Βολωνάκη, με τον οποίο είχαν επί πολλά χρόνια φιλία, από τότε, που ο Πέτρος συνεργαζόταν με τον αδελφό του, τον Στέλιο.

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

Συνήθως ο Πέτρος χρησιμοποιούσε τη γλώσσα του κόσμου της νύχτας για να χαρακτηρίσει φίλους και γνωστούς , στο στυλ, ” ο άλλος ο μαλ… τι κάνει” ή “αυτή η αδ…αρα”, που βρίσκεται;”

Εμείς όμως ξέραμε πόσο καλοπροαίρετος ήταν και πόσο ευθύς. Δεν το χάριζε σε κανέναν, διότι όπου υπήρχε άδικο ο Πέτρος το πολεμούσε. Με μια κοφτερή ματιά, που μερικές φορές έδειχνε σκληρό άνθρωπο επέβαλε γύρω του την δική του τάξη πραγμάτων, ασκώντας αυστηρή κριτική σε όσους δεν έκαναν καλά την δουλειά τους και κυρίως σε παράγοντες του κράτους, σε γραφειοκράτες υπαλλήλους και σε χαρτογιακάδες, που εμπόδιζαν την προκοπή του τόπου.

Είχε στήσει πολλά μαγαζιά, όλα επιτυχημένα, σε καλύτερες εποχές, όπως αυτά, που στεγάζονταν στη Βίλκα, το παλιό εργοστάσιο, που το είχε αγοράσει και διαμορφώσει σε πολυχώρο εκδηλώσεων, διατηρώντας εντυπωσιακά κομμάτια από την ιστορική βιομηχανία. Εδώ στεγάζονταν τα Mamoynia, ένα cafe με παιχνίδια για παιδιά, η ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ και άλλες δραστηριότητες. Ανάμεσα στα μαγαζιά του, που έγραψαν ιστορία στην πόλη ήταν τα: Decadence, Markiz, Tsuki, Jungle και άλλα, όπως και αυτά στη Χαλκιδική.

Επίσης είχε δημιουργήσει την αλυσίδα μαγαζιών με είδη σπορ, τα γνωστά Peter Sport, σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης.

Εμείς τον βλέπαμε στη Βίλκα, εκεί στο καφέ. Δεν μας άφηνε να πληρώνουμε, αλλά εις …αντάλλαγμα ήθελε κουβέντα για τα τεκταινόμενα. Έλεγε καλά λόγια για τους δημοσιογράφους (όχι για όλους) και βοηθούσε νέους ανθρώπους στη δουλειά τους. Έδινε ευκαιρίες σε νέες κοπέλες να εξελιχθούν, ακόμη και στο τραγούδι, δίνοντας θάρρος σε όλους για επιτυχία στη ζωή.

Μια μέρα μου λέει: “Πάρε και τον άλλον και ελάτε αύριο. Θα έχω τον Γιώργο Νταλάρα στα Mamoynia”. Πήγαμε με τον Βολωνάκη και περάσαμε μια αξέχαστη βραδιά.

Μας έσφιξε τα χέρια φεύγοντας, χέρια – τανάλιες, γιατί ο  Πέτρος ήταν γερός και αθλητικός τύπος με τα δερμάτινα μπουφάν και την μαγκιά στο βλέμμα.

 

Αυτός ήταν ο Πέτρος Μουρατίδης: Σαλονικιός, αυτοδημιούργητος, κιμπάρης και γνήσιος μάγκας, που έφυγε στα 67 του αφού χτυπήθηκε από τον πιο ύπουλο και άνανδρο εχθρό, τον κορωνοϊό. Αυτός μάλλον δεν καταλαβαίνει από μαγκιές…

Ο Πέτρος νοσηλεύονταν στην εντατική του ΑΧΕΠΑ επί 20 μέρες. Είπαν ότι είχε υποκείμενο νόσημα (υψηλό ζάχαρο). Αφήνει τρεις γιους που ασχολούνται με τις επιχειρήσεις του και μια κόρη. Η κηδεία του θα τελεστεί από τα κοιμητήρια Αναστάσεως του Κυρίου σήμερα, Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου, στις 6 το απόγευμα.

Ο θάνατός του σκόρπισε θλίψη στην οικογένειά του σε φίλους και γνωστούς, στον επιχειρηματικό κόσμο της πόλης και σε όσους ήξεραν τι ιστορία έγραψαν κάποιοι άνθρωποι στη Θεσσαλονίκη μιας άλλης, ωραίας εποχής.