Κατακλύστηκαν από το πρωί δρόμοι και πλατείες από παιδιά και έφηβους, που είτε σε μικρές ομάδες, είτε σε οργανωμένα γκρούπ, έμπαιναν στα μαγαζιά και έψαλλαν τα κάλαντα, γεμίζοντας με ευχάριστες φωνούλες και εορταστικούς ήχους τους χώρους.
Τόσο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όσο και στις συνοικίες το έθιμο τηρήθηκε δεόντως και κατά κοινή εκτίμηση φέτος ήταν περισσότερα από κάθε άλλη φορά τα παιδιά που βγήκαν για τα κάλαντα. Άλλοι έλεγαν ότι το κίνητρο είχε χαρακτήρα ανάγκης, λόγω των δύσκολων καιρών και της οικονομικής δυσπραγίας σε πολλά νοικοκυριά. Άλλοι είπαν ότι εκσυγχρονίστηκαν οι τρόποι και τα μέσα, οπότε τα παιδιά και οι έφηβοι βγαίνουν σε οργανωμένα γκρουπ μέσα από συλλόγους και σωματεία.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι το πλήθος των παιδιών μπαινόβγαινε στα καταστήματα με ρυθμό ανά δύο – τρία λεπτά, ενώ οι καταστηματάρχες και οι πωλήτριες συνήθως απαντούσαν ναι στο ερώτημα “να τα πούμε;”
Και ενώ τα μαγαζιά και οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή, στις πολυκατοικίες ελάχιστες πόρτες άνοιγαν, δοθέντος ότι οι περισσότεροι κλειδώνουν και τις εξώπορτες από φόβο για τους διαρρήκτες. Σε πολλές οικοδομές μάλιστα έχουν αλλάξει κλειδαριές και σημειώνονται προστριβές μεταξύ των ενοίκων, καθώς άλλοι επιμένουν στο κλείδωμα και άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να μένουν κλειδαμπαρωμένοι, θεωρώντας τον φόβο υπερβολικό.