
Ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα ευαίσθητο κείμενο από βιβλίο της διακεκριμένης Θεσσαλονικιάς συγγραφέως Σοφίας Νικολαϊδου επελέγη ως θέμα την πρώτη μέρα των πανελλαδικών εξετάσεων για τους υποψηφίους των ΕΠΑΛ.
Η επιλογή θεωρείται εύστοχη και δίνει το μήνυμα της ανάγκης για διάβασμα και για το καλό βιβλίο στη σημερινή νεολαία, που έχει πέσει με τα μούτρα στα κινητά τηλέφωνα και στα τάμπλετ.
Η βραβευμένη και πολυγραφότατη Σοφία Νικολαϊδου είναι καθηγήτρια φιλολογίας και ανήκει στη νεότερη γενιά συγγραφέων, που με το έργο τους τιμούν την Θεσσαλονίκη, αιτιολογώντας και τον χαρακτηρισμό της ως “λογοτεχνομάνας”.
“Ιστορία δεν είναι οι απόψεις των ιστορικών, είναι οι ζωές των ανθρώπων. Ένας ζαχαροπλάστης που φτιάχνει την καλύτερη κρέμα στην πόλη. Ένας Κρητικός χωροφύλακας που κάνει σαματά.Μία παρέα από φοιτητές και ο παλιός τους δάσκαλος. Ένα Γάλλος γιατρός που έζησε πολλά. Μία αρτίστα που κεντάει γιασεμιά στον ποδόγυρο…”
Το θέμα των εξετάσεων για τους υποψηφίους των ΕΠΑΛ:
Λογοτεχνικό κείμενο
Πρόκειται για απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου «Στο τέλος νικάω εγώ», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017, σελ. 20-21. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η δράση των προσώπων τοποθετείται στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Γιωργάκης, το κεντρικό πρόσωπο του αποσπάσματος, με μια αναπηρία στο πόδι του, από μικρός «καθόταν σε μια γωνιά και ζύμωνε τη λάσπη. Έπλαθε μαργαρίτες, τριαντάφυλλα, κρινάκια ίσα με το δάχτυλο». Η μητέρα του, η κυρα-Λένη, καμάρωνε ότι «πιάνουν τα χέρια του με τα αλεύρια και τις ζάχαρες».
Μα τι κάνει ο Γιωργάκης; Τι μπορούσε να κάνει; Δεν σταματούσε η ζωή, επειδή ήταν πόλεμος. Διπλοκλειδωνόταν μες στο μαγαζί και έβαζε την κρέμα του να βράζει. Οι υπάλληλοι ξεφόρτωναν κάθε πρωί το βουβαλίσιο γάλα κι εκείνος πάλευε με τα υλικά στο εργαστήριο. Τι έβαζε, τι έβραζε, τι ανακάτευε, όσο κι αν πάσχιζαν οι υπόλοιποι ζαχαροπλάστες να βρουν το μυστικό, δεν τα κατάφερναν.
Πάντως η κρέμα του τον έκανε διάσημο, αυτή και τα ζαχαρωμένα φιογκάκια του. Τα έπλαθε σε χρώματα, ροζ, βιολετί, γαλάζιο, πράσινο και στόλιζε τις πάστες. Κάθε πρωί άλλαζε τη βιτρίνα. Στο κέντρο οι κρέμες, που ήταν διάσημες στην πόλη. Στο πάνω ράφι, η καινούργια πάστα. Πού έβρισκε τόσες ιδέες κι έφτιαχνε κάθε μήνα κι από μία; Πρόσθετε τα ονόματά τους στον κατάλογο, μαστοί της Αφροδίτης, μαύρο τριαντάφυλλο. Γίνονταν μόδα μέσα σε ένα απόγευμα. Στον Ξενοφώντα έμοιαζε ακατανόητο που οι στρατιώτες ξόδευαν λεφτά σε γλυκά. Ο ίδιος ούτε να τα δει, του έφτανε η ρακή και το στραγάλι.
– Μια πάστα κάνει τη ζωή πιο γλυκιά, χαμογελούσε ο Γιωργάκης.
Από τον πάγκο του παρακολουθούσε τους πελάτες. Οι ξένοι έμεναν προσώρας2 άφωνοι. έκλειναν τα μάτια για να απολαύσουν την πρώτη κουταλιά. Ο Ντελαρισύ μάλιστα – γάλλος γιατρός που ήξερε να γλεντά και να ξοδεύει – σηκώθηκε και υπέβαλε επισήμως τα σέβη του στον ζαχαροπλάστη. Εκείνος τα έχασε, πρώτη φορά κάποιος έκανε υπόκλιση μπροστά του, πίστευε πως μόνο στις γυναίκες γίνονται αυτά. Ο Ξενοφών έβαλε τα δυο δάχτυλα στο στόμα και σφύριξε λες κι ήταν στο χωριό του, στον Ζαρό. Ακόμα και η κυρα-Λένη το σχολίασε, αυτό του έλειπε του Λαρισύ, Παρίσια και βλακείες. Σαν του παιδιού μου την κρέμα δεν έχει πουθενά.
Ο Γιωργάκης έριχνε κόκκινο πιπέρι στη σοκολάτα, λεμονανθό στο σιρόπι – αντί για μοσχοκάρφι και γαρίφαλο που έβαζαν οι Τούρκοι. Κρατούσε σημειώσεις σ’ ένα τεφτέρι που κουβαλούσε πάντα μαζί του, στην τσέπη της ποδιάς. Με τον καιρό είχε γίνει κουρελόχαρτο, μα ο Γιωργάκης το είχε για ευαγγέλιο. Εκεί έγραφε τις συνταγές. Οφού, μωρέ Γιωργάκη, λες κι είσαι στο σκολειό, γκρίνιαζε ο Ξενοφών. Τι το θες το τεφτέρι, δεν φτάνει που τα σημειώνεις στο μυαλό σου;
Μη λογοτεχνικό κείμενο
Το κείμενο προέρχεται από την ιστοσελίδα του ιδρύματος με την επωνυμία «Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (W.W.F.) – ΕΛΛΑΣ» και έχει τίτλο:
Η σωστή και ισορροπημένη διατροφή δεν θωρακίζει μόνο την υγεία μας αλλά και την υγεία του πλανήτη!