Καθώς σήμερα συμπληρώνονται 41 χρόνια από τον καταστροφικό σεισμό του 1978 στη Θεσσαλονίκη, που άφησε πίσω του 49 νεκρούς και 220 τραυματίες, φέρνουμε στη μνήμη μας τις τρομερές εκείνες στιγμές, ανασύρουμε εικόνες και πρόσωπα, που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενημέρωση των πολιτών και ευχόμαστε το “ποτέ ξανά” με την προσδοκία ότι οι νεότερες γενιές δεν θα υποστούν έναν τέτοιο βασανισμό.

 

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

 

Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά ως προς τις συνέπειες του σεισμού, αν και μάλλον δεν βάλαμε μυαλό, παρά τις προειδοποιήσεις όλων των επιστημόνων για θωράκιση της πόλης με ουσιαστικές επισκευές των παλιών κτιρίων και επανέλεγχο αυτών, που έχουν υποστεί φθορές με το πέρασμα του χρόνου.

Ανάμεσα στους επιστήμονες,που πρώτος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου είναι ο καθηγητής Βασίλης Παπαζάχος, ο άνθρωπος που “μας άνοιξε τα μάτια” για το τι είναι οι σεισμοί, πότε γίνονται επικίνδυνοι και τι πρέπει να προσέχουμε. Ο Παπαζάχος από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης των σεισμών στη Θεσσαλονίκη ήταν στην πρώτη γραμμή, ενημερώνοντας υπεύθυνα τον κόσμο για το τι πρέπει να προσέχει. Το έργο και την αξία του είχε εκτιμήσει τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που είχε δώσει εντολή για την εκταμίευση των αναγκαίων κονδυλίων, ώστε να κατασκευαστεί ο Σεισμολογικός Σταθμός Θεσσαλονίκης.

Κατά την γνώμη μου ο Βασίλης Παπαζάχος είναι ο θεμελιωτής της σύγχρονης σεισμολογίας με μια σειρά επιτυχιών, όπως είναι η δημιουργία του Σεισμολογικού  Σταθμού στη Θεσσαλονίκη, η ανάπτυξη δικτύου σεισμογράφων σε όλο τον ελλαδικό χώρο και η καθιέρωση της μεθόδου πρόγνωσης μακράς διαρκείας, που βασίζεται σε παρατηρήσεις και στατιστικά – ιστορικά στοιχεία, αφού δεν έχει επιτευχθεί ακόμη, πουθενά στον κόσμο, πρόγνωση βραχείας διαρκείας.

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο καθηγητής Βασίλης Παπαζάχος σε συνέντευξή του στον Νίκο Δημαρά

την εποχή των μεγάλων σεισμών στη Θεσσαλονίκη.

 

Με τον Βασίλη Παπαζάχο συνεργαστήκαμε στενά από την πρώτη στιγμή της σεισμικής δραστηριότητας. Λίγα λεπτά μετά τις 11.00 το βράδυ, όταν σείστηκε το μέγαρο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ στην οδό Μοναστηρίου 85 ψάχναμε για πληροφορίες και ρωτούσαμε “τι κακό είναι αυτό που μας βρήκε”. Ποιος θα μας έδινε απαντήσεις; Που θα βρίσκαμε την αιτία του κακού; Μα που αλλού; Στους επιστήμονες του Εργαστηρίου Γεωφυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στην πρώτη γραμμή ο Βασίλης Παπαζάχος και γύρω του νεότεροι επιστήμονες, όπως ο εξαιρετικός Γιώργος Λεβεντάκης, που έφυγε πρόωρα από την ζωή.

Ο Παπαζάχος μας έδινε πληροφορίες και μας έκανε ένα είδος επιμόρφωσης. “Μην γράφετε ένταση, αλλά μέγεθος του σεισμού” μας έλεγε. “Για ένταση μιλάμε στην κλίμακα Μερκάλι, ενώ για μέγεθος στην κλίμακα Ρίχτερ. Άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο..”

Για να αποφεύγω τις συχνές συστάσεις πήγα την επόμενη μέρα στο γραφείο του και μου έδωσε το βιβλίο του ΓΕΝΙΚΗ ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΑ, το οποίο διάβαζα επισταμένως επί μήνες, καθώς είχα “χρεωθεί” το ρεπορτάζ στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και έπρεπε να γράφουμε κείμενα με τεκμηριωμένα στοιχεία.

Η συμβολή του Παπαζάχου (κατά κύριο λόγο) και όλων των συνεργατών του ήταν καθοριστική στο να ηρεμήσει η πόλη και να ξαναβρεί τους κανονικούς της ρυθμούς. Ο Παπαζάχος έλεγε ότι “πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τους σεισμούς”, αφού καθημερινά σχεδόν σημειώνονται δονήσεις στον ελλαδικό χώρο. Αυτή η φράση έγινε σλόγκαν και ισχύει ως κανόνας και σε άλλες πτυχές της ζωής μας, ιδιαίτερα στα δύσκολα και αξεπέραστα προβλήματα.

Το έργο του και οι επιστημονικές του επιτυχίες

Η προσφορά του Βασίλη Παπαζάχου στην Θεσσαλονίκη και στην επιστήμη της σεισμολογίας είναι ανεκτίμητη. Από την άποψη αυτή και σε αναγνώριση του έργου του καλά είναι να μάθουμε περισσότερα για τον διακεκριμένο καθηγητή.

Γεννήθηκε το 1930 στο Σμόκοβο Καρδίτσας, όπου τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο και αποφοίτησε από το 9ο νυχτερινό Γυμνάσιο Αθηνών. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε διδακτορικό από το ίδιο Πανεπιστήμιο (1961). Μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ (1961-1964) όπου έλαβε ανώτερο δίπλωμα Γεωφυσικού.

Διορίσθηκε βοηθός στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών (1956) και επιμελητής στο ίδιο Ινστιτούτο (1961). Εκλέχτηκε παμψηφεί τακτικός Καθηγητής Γεωφυσικής στο ΑΠΘ (1977), διευθυντής του Τομέα Γεωφυσικής (1983-1996), Πρόεδρος του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ (1982-1987) και διετέλεσε Πρόεδρος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών – ΙΤΣΑΚ (1983-1999).

Δίδαξε επί σειρά δεκαετιών 14 μαθήματα Γεωφυσικής, συνέγραψε 9 βιβλία πανεπιστημιακού επιπέδου και καθοδήγησε την εκπόνηση 16 διδακτορικών διατριβών. Συγκρότησε τρεις ερευνητικές ομάδες (1964, 1977, 1980) από σημαντικό αριθμό νέων επιστημόνων που κατέλαβαν υψηλές πανεπιστημιακές θέσεις ή στελέχωσαν ερευνητικούς ή άλλους φορείς.

Δημοσίευσε πάνω από 200 πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Στο επιστημονικό του έργο υπάρχουν πάνω από 1000 αναφορές άλλων επιστημόνων σε διεθνείς δημοσιεύσεις. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του πρώτου Ελληνικού δικτύου σεισμογράφων (1965), του πρώτου τηλεμετρικού δικτύου σεισμογράφων (1981) και του δικτύου επιταχυνσιογράφων του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (1981).

Συνέβαλε στον αντισεισμικό σχεδιασμό πολλών μεγάλων τεχνικών έργων, στη διαμόρφωση της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας και στην ενημέρωση των Ελλήνων πολιτών πάνω σε θέματα αντισεισμικής προστασίας. Δημοσίευσε σειρά άρθρων πάνω σε γενικότερα θέματα έρευνας και παιδείας, συμμετείχε ενεργά σε συνδικαλιστικά όργανα του κλάδου του και ανέπτυξε ευρύτερη κοινωνική δράση (μέλος διοικητικού συμβουλίου δημοτικής επιχείρησης κ.λ.π.).

Στοιχεία για τον τρομερό σεισμό

Ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης σημειώθηκε την Τρίτη 20 Ιουνίου 1978 και ώρα 23:03, με επίκεντρο 35 χιλιόμετρα ανατολικά-βορειοανατολικά της πόλης της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα κοντά στο χωριό Στίβος, που βρίσκεται ανάμεσα στις λίμνες Κορώνεια (Λαγκαδά) και Βόλβη.

«Όψη βομβαρδισμένης πόλης παρουσιάζει η Θεσσαλονίκη, ενώ οι κάτοικοί της την εγκαταλείπουν άρον άρον μετά τον τρομακτικό σεισμό. Ο σεισμός προκάλεσε τέτοιο πανικό, ώστε πολλοί πήδησαν από τα μπαλκόνια και τα παράθυρα, με αποτέλεσμα να υποστούν κατάγματα σε διάφορα σημεία του σώματος του και να τραυματιστούν. Ο πανικός έγινε ακόμα μεγαλύτερος όταν πολλοί Θεσσαλονικείς που βρίσκονταν εκτός Θεσσαλονίκης και κυρίως στην περιοχή της Χαλκιδικής, Αγίας Τριάδας, Περαίας, Μηχανιώνας και άλλες παραλιακές περιοχές έσπευσαν στη Θεσσαλονίκη. Αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί φοβερό μποτιλιάρισμα στον ανατολικό τομέα της πόλης, πράγμα που επιβράδυνε τις υπηρεσίες να εκτελέσουν με ευχέρεια το έργο τους».

Το μέγεθος των καταστροφών που προκάλεσε, εκτιμήθηκε στο επίπεδο VIII (8) στη 12-βάθμια κλίμακα Μερκάλι, ήταν δηλαδή «καταστροφικός». Προκάλεσε συνολικά 49 θανάτους ανθρώπων, εκ των οποίων οι περισσότεροι (37) ήταν ένοικοι οκταώροφης πολυκατοικίας που κατέρρευσε στην πλατεία Ιπποδρομίου. Τραυματίστηκαν 220 άνθρωποι, ενώ χιλιάδες έμειναν άστεγοι σε όλο τον νομό Θεσσαλονίκης. Οι υλικές ζημιές, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν σχετικά σύντομα, έφτασαν τα 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σημερινές τιμές.

Εντοπίστηκαν συνολικά 3.170 (4,5%) κτίρια με σοβαρές και επικίνδυνες βλάβες (κόκκινα), 13.918 (21,0%) κτίρια με μέσης ή και μικρής κλίμακας βλάβες (κίτρινα) και 49.071 (74,5%) κτίρια χωρίς βλάβες (πράσινα). Tην αποκατάσταση των σεισμοπαθών ανέλαβε η Υ.Α.Σ.Β.Ε. (Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδας). Εντοπίστηκαν εκτεταμένες βλάβες στα μνημεία της πόλης (Ροτόντα, Αχειροποίητο κ.τ.λ.) που οφείλονταν πιο πολύ στην επιδείνωση υφισταμένων βλαβών από δεκαετίες ή και αιώνες.