Σταμάτησα τις προάλλες σε ένα καφέ της Λεωφόρου Στρατού μετά από αρκετή ταλαιπωρία μέσα στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ, ανέβα – κατέβα από Καλαμαριά προς Κέντρο και επιστροφή με το 33 (Αγίου Παντελεήμονα), που συνεχίζει μέσω της Δελφών.
Γράφει ο Νίκος Δημαράς
Με το που πήρα τον καφέ φίλτρου και κάθισα σε ένα σκαμπό έρχεται δίπλα μου ένας άνθρωπος, αρκετά ταλαιπωρημένος και κουρασμένος γύρω στα 50,απιθώνοντας ένα πακέτο με φακέλους δίπλα μου.
“Μπορώ να καθίσω κι εγώ;” με ρωτάει με παράκληση.
“Φυσικά ρε φιλαράκι, τι ρωτάς;” του απαντώ.
Πιάσαμε κουβέντα για τα τρεχάματα και τις δυσκολίες της ζωής. Μου είπε ότι είναι διανομέας των ΕΛΤΑ . Όσο τον άκουγα προσπαθούσα να είμαι ήρεμος και να διατηρήσω την ψυχραιμία μου απέναντι στα απίθανα και παράλογα, που συμβαίνουν γύρω μας. Εμείς νομίζουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο, όπου καταπολεμάται η κοινωνική αδικία και ότι ενισχύονται παντοιοτρόπως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Πόσο λάθος κάνουμε…
Κάποια στιγμή ο φίλος σιώπησε. Τον έπιασε το παράπονο και ήταν έτοιμος να βουρκώσει.
“Τι συμβαίνει”, τον ρώτησα. “Αν θέλεις μου μιλάς…”
“Ε, να μου απαντά, αυτά είναι τα τελευταία μου λεφτά.”
Και το δάκρυ δεν μπορεί να κρυφτεί. Δεν τον πιέζω. Τον αφήνω να ηρεμήσει.
Βγάζει από την δεξιά τσέπη του παντελονιού ένα φθαρμένο χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ και κάτι ψιλά. “Και έχω να πληρώσω ρεύμα, ενοίκιο και να φάω μέχρι το τέλος του μήνα”, συμπληρώνει.
“Καλά, πόσα παίρνεις;” ρωτάω.
“Άκουσε φίλε… Εγώ είμαι ένας νοικιασμένος διανομέας και δουλεύω στα ΕΛΤΑ για 410 ευρώ τον μήνα.”
“Τι νοικιασμένος, ρε μεγάλε; Πλάκα μας κάνεις;”
“Νοικιασμένος, όπως το ακούς. Μας νοικιάζει στα ΕΛΤΑ ένα γραφείο ιδιώτη, που έχει παρτίδες με δημόσιες υπηρεσίες και ΔΕΚΟ. Μπορεί να έχει και κονέ με πολιτικούς. Αυτή τη στιγμή είμαστε πάνω από 80 άτομα στα τέσσερα κέντρα διανομής των ΕΛΤΑ στο κέντρο, στα Δυτικά, εδώ πιο πάνω στην Παπαναστασίου και στην Καλαμαριά.”
“Για πόσο διάστημα, για πόσους μήνες;” τον κόβω.
“Δεν έχουμε συγκεκριμένο διάστημα απασχόλησης. Μπορεί να μου στείλουν αύριο ένα μήνυμα και να μου πουν ότι σταματάω. Ανάλογα με τις ανάγκες.”
‘Έτσι ξεκρέμαστοι;”
“Ε, ναι. Μας έχουν σαν σκλάβους. Τρέχουμε όλη μέρα για 410 ευρώ, ενώ οι μόνιμοι κάθονται. Μόνο εμείς οι νοικιασμένοι βγαίνουμε για διανομή στους δρόμους. Οι άλλοι κάθονται μέσα και το μεσημεράκι βγαίνουν για τσίπουρα…”
Σκύβει πάλι το κεφάλι.
Τον ρωτάω για την προηγούμενη ζωή του. Μου λέει ότι εργαζόταν σε μεγάλη εταιρία κατεργασίας ξύλου, η οποία έκλεισε και έμειναν στο δρόμο 200 άτομα. Μετά την απόλυσή του ήρθαν και άλλα δεινά. Η ανεργία και η ανέχεια έφεραν στο σπίτι φασαρίες και γκρίνιες. Η γυναίκα δεν άντεξε και τον εγκατέλειψε. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Η μία κόρη σπουδάζει σε πανεπιστημιακή σχολή άλλης πόλης, ενώ η μικρότερη πάει λύκειο.
“Ξέρεις γιατί, βουρκώνω;’ μου λέει φεύγοντας. “Γιατί δεν έχω να στείλω στην κόρη μου 50 ευρώ… Γιατί νοιώθω ότι είμαι άχρηστος. ”
Προσπάθησα να του πω λίγα λόγια παρηγοριάς.
“Μόνο μη μου πεις την λέξη “υπομονή”, μου λέει. Είναι η λέξη που μισώ όσο καμιά άλλη.”
¨Καλά..”, του λέω. “Εύχομαι να βρεις δύναμη και να έχεις υγεία”.
Και του υποσχέθηκα να γράψω κάτι γι αυτόν . Ένα παραπονεμένο γράμμα προς έναν νοικιασμένο ταχυδρόμο…