Με αφορμή τις συνεντεύξεις, που δίνουν οι πολιτικοί αρχηγοί αυτές τις μέρες στα μέσα ενημέρωσης μου ήρθαν στο μυαλό διάφορα περιστατικά, στα οποία βρεθήκαμε εγώ και άλλοι συνάδελφοι σε δύσκολη θέση, είτε για απρεπή συμπεριφορά των φιλοξενουμένων, είτε για μια ιδεολογική αμφισβήτηση του ρόλου μας στη δημοκρατική ζωή και στην κοινωνία.

 

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

 

Είναι αρκετές οι περιπτώσεις, που βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Μια φορά είχα καλεσμένο στο ραδιοφωνικό στούντιο τον τότε Υπουργό Βόρειας Ελλάδας (έτσι λέγαμε τότε το υπουργείο) Γιώργο Τζιτζικώστα, πατέρα του Απόστολου, σημερινού περιφερειάρχη. Με τον αείμνηστο Γιώργο είχαμε μια καλή σχέση λόγω της δουλειάς μας, αλλά και μια γενικότερη συμπάθεια. Σε μια κάπως σκληρή ερώτησή μου ο Τζιτζικώστας φάνηκε να θυμώνει μαζί μου και να μου λέει στον αέρα: “Καλά φίλος είσαι εσύ; Αν έχω τέτοιους φίλους, τι τους θέλω τους εχθρούς…” Και εγώ του απάντησα: “Εδώ κύριε Τζιτζικώστα εσείς είστε υπουργός και εγώ δημοσιογράφος. Μόλις βγούμε από το στούντιο μπορούμε να πάμε και για μπύρες…” Δεν είπε τίποτε ο υπουργός, προφανώς συμφωνώντας μαζί μου.

Σε μια άλλη περίπτωση στο κρατικό ραδιόφωνο (102 F.M.) βγάζουμε στον αέρα τον τότε ισχυρό άνδρα του ΠΑΣΟΚ Ι. Σουλαδάκη. Με το που ακούμε τη φωνή του αρχίζει να λέει: “Πήρατε άδεια από τον κ. Κούβελα για να με βγάλετε;” Ήταν η περίοδος 1990-93 επί κυβερνήσεως Κων. Μητσοτάκη. Εγώ βέβαια έκανα εκπομπές και επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και επί Νέας Δημοκρατίας. Μόλις ακούω αυτό από τον Σουλαδάκη θόλωσα. Του απάντησα ότι εμείς δεν παίρνουμε άδειες από κανέναν και κάνουμε τη δουλειά μας με αξιοπρέπεια. Δεν θέλησε να καταλάβει και επέμεινε στην άποψή του, οπότε είπα στην ηχολήπτρια: “Να βγει εκτός αέρα ο κύριος…”

Συνέβησαν και πολλές άλλες περιπτώσεις, ειδικά με συναδέλφους όπως ο Άγγελος Κολοκοτρώνης, ο οποίος ενώ έκανε εκπομπές στη Δημοτική Τηλεόραση είχε αποστομώσει αρκετούς αντιδημάρχους και άλλους πολιτικούς, που έκαναν κριτική στις ερωτήσεις του ή άφηναν αιχμές σε βάρος της αντικειμενικότητάς του. Μερικές φορές μάλιστα διέκοπτε την εκπομπή. Τότε ήταν που λέγαμε ότι “κυκλοφορούσε μύγα στο στούντιο…” η οποία τσιμπούσε συχνά τον συνάδελφο, αλλά της έκοβε τα φτερά με το σπαθί των λόγων του.

Τα έφερα στο νου όλα αυτά παρακολουθώντας την συνέντευξη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ μετά από τόσο θόρυβο και μακρά αντιδικία. Ο κ. Τσίπρας εκδήλωσε από την αρχή μια επιθετικότητα με μειωτικά λόγια για το κανάλι και εμμέσως και για τους δημοσιογράφους. Για μια ακόμη φορά έδειξε να πιστεύει ότι “όσοι δεν είναι μαζί μας είναι εχθροί μας.” Προφανώς δεν του έχουν πει ότι σε όλα τα μήκη και πλάτη του πολιτισμένου δημοκρατικού κόσμου υπάρχουν μέσα ενημέρωσης (τηλεοπτικοί σταθμοί μεγάλης εμβέλειας και εφημερίδες με παγκόσμιο κύρος) που έχουν μια πολιτική – ιδεολογική γραμμή, που μπορεί να είναι αντίθετη με τις κυβερνήσεις. Άλλες εφημερίδες είναι αριστερής απόκλισης, άλλες συντηρητικές, άλλες γέρνουν προς τον σοσιαλισμό και άλλες προς τον φιλελευθερισμό.

Ουδείς ηγέτης έχει ανοίξει πόλεμο σε μέσα ενημέρωσης, πλην  του Ντόναλντ Τραμπ, του Βορειοκορεάτη Κιμ Γιονγκ Ουν, του Ταγίπ Ερντογάν και ενίοτε του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ούτε οι Βρετανοί, ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι Γαλλοι, ούτε οι Ιταλοί έχουν διανοηθεί ποτέ να κάνουν χαρακτηρισμούς σε βάρος μέσων ενημέρωσης και σε ερωτήσεις δημοσιογράφων. Οι επιθετικές συμπεριφορές, ακόμη και στις πιο σκληρές ή και άστοχες δημοσιογραφικές ερωτήσεις; είναι κατάλοιπα άλλων αντιλήψεων ή υπέρμετρου ναρκισσισμού, που σημαίνει ότι “έγώ όλα τα σφάζω και όλα τα μαχαιρώνω.”

Διότι η δημοσιογραφική δεοντολογία και τα καταστατικά των Ενώσεων Συντακτών υποχρεώνουν τους λειτουργούς του τύπου και των Μ.Μ.Ε. να ελέγχουν την εξουσία σε όλες τις εκφάνσεις της και να υπερασπίζονται την απρόσκοπτη άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος. (άρθρο 3 του Κώδικα).

Αυτό σημαίνει ότι εξ αρχής ο πολιτικός ή οποιοσδήποτε άλλος ισχυρός παράγων βρίσκεται απέναντι σε δημοσιογράφους καλά θα είναι να σέβεται τις αρχές αυτού του λειτουργήματος, ακόμα και αν πιστεύει ότι τον κρίνουν αυστηρά ίσως και άδικα. Έχει δικαίωμα να απαντήσει όπως θέλει η να μην απαντήσει. Δεν έχει όμως δικαίωμα να εκφραστεί μειωτικά και απαξιωτικά, διότι έτσι δείχνει ότι δεν σέβεται θεσμικά το δημοσιογραφικό λειτούργημα.

Βέβαια στην Ελλάδα υπάρχουν εκατέρωθεν αυθαιρεσίες, όπως επίσης ανθεί και το φαινόμενο των αυλοκολάκων, που αρέσκονται στο λιβάνισμα των ηγετών και γίνονται φερέφωνα της πολιτικής τους, οπότε τους δίνουν θάρρος για τέτοιες συμπεριφορές. Υπάρχουν φυσικά και αυτοί, που είναι αφοσιωμένοι στην εξυπηρέτηση συμφερόντων των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης (καναλαρχών, εκδοτών κ.λ.π.)και γίνονται υποτακτικοί σε άνωθεν εντολές.

Και οι δύο εκδοχές καταδικάζονται από τον δημοσιογραφικό κόσμο. Διότι διαφορετικά δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατικούς κανόνες. Αντίθετα καλλιεργείται ο φανατισμός και εν τέλει ο διχασμός, που έχουν επισωρεύσει τόσα δεινά στη χώρα μας.