Κλαδικές εκθέσεις, θεματικές εκθέσεις, εποχικές εκθέσεις, εσωτερικού, εξωτερικού, διεθνείς, εθνικές… Όταν όμως λέμε ‘έχει την έκθεση’ στη Θεσσαλονίκη εννοούμε Τη μοναδική ‘Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης’.

 

Γράφει η Αλεξάνδρα Γρηγορίου

 

Σεπτέμβριο, πάντα!

Στον ίδιο χώρο, πάντα!

Βαριόμαστε γενικώς αλλά τελικά πηγαίνουμε, πάντα!

Σχεδιάζουν κάτι διαφορετικό που γνωρίζουμε ότι δε θα ναι το επαναστατικό αλλά θέλουμε να το δούμε, πάντα!

Υπολογίζουμε ότι ίσως φέτος δε θα ‘χει πολύ κόσμο αλλά τα ξενοδοχεία είναι γεμάτα, πάντα!   

Προτείνουν να μετεγκατασταθεί κάπου αλλού αλλά κανείς δεν το αποφασίζει, πάντα!

Μπαίνοντας κάθε χρόνο στον χώρο της έκθεσης, με ζέστη ή δροσιά, με πάρα πολύ κόσμο ή με λιγότερο, με στόχο να πας σε κάποιο συγκεκριμένο περίπτερο ή απλώς να γυρίσεις άσκοπα, οι μνήμες για τους Θεσσαλονικείς, ξεκινούν απ’ τα πρώτα τους χρόνια που μας τραβολογούσαν οι γονείς, με άλλα ενδιαφέροντα κάποτε!

Οι άνδρες κυρίως τριγυρνούσαν εκεί στο πλάι, στην πλευρά της Αγγελάκη που περίμεναν τα νέα μοντέλα των αυτοκινητοβιομηχανιών που περίμεναν να τα χαρούμε μπαίνοντας μέσα μετά από αναμονή στην ουρά, μαθαίνοντας τα πάντα για επιδόσεις και τιμές, γεμίζοντας εικόνες για το όνειρο του επόμενου αυτοκινήτου.

Αγρότες απ’ όλη την Ελλάδα και κυρίως τη Βόρεια και τη Θεσσαλία, είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάθε λογής αγροτικό μηχάνημα, από ποτιστήρια μέχρι τεράστια τρακτέρ που φάνταζαν σαν τρανσόρμερς έτσι γυαλιστερά και θηριώδη που μας κοιτούσαν αφ’ υψηλού.

Τρέλα κι ανυπομονησία για το περίπτερο των ΗΠΑ που από κείνη την πρώτη χρονιά που ξεκίνησε, αποτελούσε τον πρώτο σταθμό, τα χρόνια πριν τη διάδοση του ίντερνετ, φέρνοντάς μας κοντά όλα εκείνα που ακούγαμε και φανταζόμασταν.

Και μετά, γύρα στα περίπτερα, όλο και κάποιος γνωστός είχε έναν φίλο που μας είχε δώσει ακριβώς το σημείο που το ψάχναμε κι ενίοτε το βρίσκαμε κιόλας αλλά μόλις φτάναμε, είχε τόσο κόσμο που δεν προλαβαίναμε τελικά να μεταφέρουμε τα χαιρετίσματα.

Κι όταν βγαίναμε έξω πλέον ήταν νύχτα κι οι πάγκοι με τα μικρά και μπιχλιμπιδοτά καλούδια, έδιναν ένα χρώμα πανηγυριού που πολύ μας άρεσε αφού στις σακούλες με τα διαφημιστικά και τα φυλλάδια που είχαμε μαζέψει, χωρούσαν τα μικρά ευφάνταστα μπιχλιμπίδια που έδιναν υπεραξία στα ψιλά μας στην τσέπη και μας έκαναν να αισθανόμαστε πελάτες τελικά κι όχι μόνο γυρολόγοι της Έκθεσης!

Και τέλος, ακόμη και τα χρόνια πριν τις συναυλίες που αποτελούν μια ακόμη ευχάριστη νότα στο όλο σκηνικό, η βραδιά έκλεινε με την ουρά για λουκάνικο και μαύρη μπύρα που όσο κι αν τον υπόλοιπο χρόνο δεν την τιμούμε ιδιαίτερα, στην Έκθεση όταν παραγγέλνουμε, πρέπει να διευκρινίσουμε την ξανθή, στην απίστευτη περίπτωση που δε θέλουμε μαύρη!

Η φετινή εικόνα και οι διαθέσεις

Κι η φετινή βόλτα στην 84χρονη Έκθεσή μας, κάπως έτσι διαφαίνεται αν κρίνουμε απ’ τις πρώτες δύο μέρες λειτουργίας της.

Σημαντικές προσθήκες περίπτερα κρατικών υπηρεσιών και ομάδων που ενημερώνουν ή επιδεικνύουν, δίνοντας άλλο χρώμα, ομολογουμένως.

Κι η συζήτηση έχει ξεκινήσει με πολλούς να γκρινιάζουν για το είδος, το χρώμα, τη χρησιμότητα, τον χώρο, τις δυσκολίες λόγω λειτουργίας, της ανάγκης εκσυγχρονισμού κτλ, κτλ.

Λιγότεροι οι ιδιώτες, περισσότεροι οι κρατικοί φορείς, λιγότεροι οι διεθνείς επισκέπτες λόγω πληθώρας εκθέσεων πλέον, έλλειψη επαγγελματικών ομάδων λόγω κλαδικών εκθέσεων κτλ, κτλ.

Καλή η ανησυχία για το παρακάτω, καλή η εγρήγορση για να προλάβουμε τις εξελίξεις, κάλλιστη η διάθεση για σχεδιασμό της επόμενης μέρας! Αρκεί να υπολογίζουν όσοι συμμετέχουν κάτι εξαιρετικά σημαντικό: η Έκθεση Θεσσαλονίκης είναι μια κατηγορία μόνη της! Είναι μοναδική με τον τρόπο που εξελίχθηκε και λειτουργεί. Είναι κάτι διαφορετικό απ’ όλες τις υπόλοιπες εκθέσεις εντός κι εκτός συνόρων!

Πρόκειται για μια ολόκληρη φιέστα που κρατάει δέκα μέρες που η πόλη αλλάζει πρόσωπο πολλά χιλιόμετρα γύρω απ’ το σημείο της ΔΕΘ και διάθεση σε κάθε σημείο του πολεοδομικού συγκροτήματος!

Μπορεί να μην πηγαίνουμε πλέον για να δούμε την ποικιλία των νέων μοντέλων αυτοκινήτων και τους εκατοντάδες εκθέτες αλλά στην Έκθεση θα πάμε! Θα στριμωχτούμε, θα μας χτυπήσουν τα παπούτσια, θα ψάχνουμε ελεύθερο πεζουλάκι να ξαποστάσουμε, θα μπερδευτούμε με τα περίπτερα όσο καλή σηματοδότηση κι αν υπάρχει, θα βγούμε με τη ζακετούλα στο χέρι, ιδρωμένοι απ’ τα περίπτερα και θα πιούμε το μεγάλο κρίκερ της μαύρης μπύρας, επειδή απλώς είναι η Έκθεση!

Θα μιλήσουμε γι’ αυτήν, θα ρωτήσουμε αν πήγαν γνωστοί και φίλοι, θα έχουμε έναν γνωστό που έχει έρθει στην πόλη και ζητάει να βρεθούμε, θα μποτιλιαριστούμε και θα γκρινιάξουμε ότι έχει έρθει πολύς κόσμος και ‘κάθε χρόνο τα ίδια’, θα παραχωρήσουμε σε κάποιον επισκέπτη τη σειρά μας για καφέ ή νερό, θ’ αποφύγουμε το κέντρο για λίγες μέρες, θα χάσουμε το στέκι του κέντρου για λίγες μέρες, γιατί είναι η Έκθεση.

Όταν φτάνουν λοιπόν οι συζητήσεις στο σημείο της αλλαγής και της μετεγκατάστασης, καλά θα κάνουν οι ιθύνοντες να θυμούνται (και φαίνεται ότι το γνωρίζουν πολύ καλά αν κρίνουμε απ’ την απροθυμία λήψης αποφάσεων) την ιδιαιτερότητα αυτής της Έκθεσης που δε μπορεί τελικά να συγκριθεί με καμιά διεθνή, κλαδική, τεράστια, προχωρημένη, πρωτοποριακή ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να χαρακτηρίσει μια έκθεση.

Είναι η μία και μοναδική στην κατηγορία της η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης που κρατάει τις ιδιαιτερότητές της και τη μοναδικότητά της απ’ την πρώτη μέρα με τον εκάστοτε πρωθυπουργό να την εγκαινιάζει και τις ομάδες να διαμαρτύρονται, μέχρι τα αποχαιρετιστήρια πάρτι των εκθετών, την τελευταία μέρα της, κάθε χρόνο.

Κάθε Σεπτέμβριο, πριν ξεκινήσουν τα σχολεία, η Θεσσαλονίκη έχει μια γιορτή που είτε συμμετέχουμε ενεργά είτε όχι, είναι η περίοδος που η πόλη γεμίζει κόσμο και γίνεται το επίκεντρο και το σημείο αναφοράς της χώρας για δέκα μέρες.

Κι αυτό μας αρέσει, είτε θέλουμε αλλαγές, εκσυγχρονισμό και μεγαλύτερη συμμετοχή, είτε θέλουμε να παραμείνει έτσι, είτε νομίζουμε πως αδιαφορούμε…

Και του χρόνου λοιπόν