Βλέποντας την εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου “Στην υγεία μας ρε παιδιά” (ΣΚΑΪ) σκέφτηκα για μια ακόμα φορά πόσο βαθιές ρίζες έχει ο ελληνισμός σε όλες τις εκφάνσεις του και πόσο απλωμένες είναι αυτές οι διακλαδώσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.

 

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

 

Σε όλες τις ηπείρους βρίσκεις Έλληνες. Και όχι απλούς Έλληνες με ένα όνομα σε μια ταυτότητα ή σε ένα διαβατήριο, αλλά Έλληνες, που να το λέει η ψυχή τους, να δραστηριοποιούνται σε όλους τους τομείς, στις επιστήμες, στα γράμματα και στις τέχνες.Να αισθάνονται υπερήφανοι και όχι να μασούν τα λόγια τους, όταν μιλάνε για την καταγωγή τους.

Μια φορά σε ένα νησί του Ινδικού ωκεανού συναντήσαμε τυχαία ένα γκρουπ Ελλήνων. Ήταν τρία -τέσσερα άτομα, που άκουσαν την ομιλία μας και μιας έπιασαν κουβέντα. Την άλλη μέρα μας κάλεσαν σε μια τεράστια αίθουσα ξενοδοχείου, στολισμένη με ελληνικές σημαίες και μας παρουσίασαν τις δραστηριότητές τους. Είχαν φτιάξει ομογενειακό σύλλογο εκεί, που κάλεσε πάνω από 30 άτομα για να τους γνωρίσουμε. Είχαν και χορωδία. Έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο και ερμήνευσαν παραδοσιακά τραγούδια από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Μέσα σε αυτούς και μερικοί ντόπιοι Κρεολοί, που τους συνόδευαν στα τραγούδια.

Τέτοιους Έλληνες έχω συναντήσει σε πολλές χώρες, κυρίως ευρωπαϊκές, που διατηρούν και διαδίδουν την γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, αλλά και τα τραγούδια της πατρίδας. Και κάθε φορά, που τους συναντούσα δοκίμαζα μια ευχάριστη έκπληξη και κάτι σαν υπερηφάνεια.

Κάπως έτσι αισθάνθηκα και το βράδυ του Σαββάτου όταν είδα την παρέα του  Ολλανδού Frans de Clercq να παίζει και να τραγουδά ρεμπέτικα στην εκπομπή του Σπύρου. Ο ωραίος Ολλανδός μαζί με Βέλγους και έναν Έλληνα, τρίτης γενιάς καταγόμενο από την Ρόδο, έχουν συστήσει το συγκρότημα ΚΟΣΜΟΚΡΑΤΟΡΕΣ και παίζουν συνήθως στις Βρυξέλλες.

Διάβασα στο Lifo.gr ότι εμφανίζονται στο Art Base. Εκεί ο Frans de Clercq  ανάμεσα σε  Γάλλους, Φλαμανδούς, Άγγλους και Έλληνες μίλησε για το συγκρότημά του:

“Η κομπανία μας λέγεται “Κοσμοκράτορες”, μας βάφτισε η Ρόζα Εσκενάζυ. Όταν τραγουδάς ρεμπέτικο, πράγματι νιώθεις βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας. Είμαστε εραστές του ρεμπέτικου και η ομάδα μας αποτελείται από εμένα και τον Karsten de Vilder, που είμαστε Φλαμανδοί, και τον Dimi Dumortier, που είναι Βέλγος. Σε κάποια λάιβ συμμετέχει στα φωνητικά και ο Έλληνας Μιχάλης Καρακατσάνης. Ερευνούμε τα πρωτογενή στοιχεία του ρεμπέτικου, προσπαθούμε να κάνουμε πιστή μεταφορά του ήχου, ενορχηστρώνουμε και μεταφράζουμε τους στίχους, προσπαθώντας να μην αλλάζουμε το περιεχόμενό τους. Χαρακτηριστικό της ομάδας μας είναι η διασκευή ρεμπέτικων σε ξένη γλώσσα (αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά), παρουσιάζοντάς τα για πρώτη φορά υπό αυτήν τη μορφή στην Ευρώπη. ”

Σε άλλο σημείο μιλάει για τις σπουδές του και για τα ελληνικά γράμματα:

“Σπούδασα Φιλολογία στο τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Άμστερνταμ. Η πιο κυνική απάντηση στο γιατί επέλεξα αυτές τις σπουδές είναι ότι δεν ήξερα να κάνω κάτι άλλο τόσο καλά. Μου άρεσαν από μικρό στο σχολείο τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Κάναμε γλωσσολογία −έχω περάσει δύο ώρες μιλώντας για τον αόριστο χρόνο−, κάναμε λογοτεχνία − έτσι έμαθα και τον Σεφέρη. Στο πανεπιστήμιο είχε γίνει μια προβολή του “Ρεμπέτικου” του Φέρρη. Έψαξα τις παλιές εκτελέσεις, πήγα στην Ελλάδα, πήρα ένα μπουζουκάκι και αρχίσαμε να παίζουμε ρεμπέτικο στο Άμστερνταμ. Είχαμε ένα σχήμα που λεγόταν “Ακάλυπτοι”. Έτσι, για πλάκα, ξεκίνησα να κάνω μεταφράσεις και με βοήθησε ένα περιοδικό στο πανεπιστήμιο της Γάνδης που λεγόταν “Τετράδιο” και περιείχε ήδη έτοιμες μεταφράσεις τραγουδιών.

Έπειτα, τα ερεθίσματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο. Πηγαίναμε στην Ικαρία από πολύ παλιά. Ήμασταν μια τεράστια παρέα − ακόμα είμαστε. Όταν είχαμε πάει πρώτη φορά, μας πήρε με οτοστόπ από το λιμάνι μια κυρία και μας γνώρισε όλη της την οικογένεια. Μέναμε σε ένα ωραίο μέρος που από κάτω είχε μαγαζί. Είχα τότε ένα όργανο μαζί μου και μου είπε ο ιδιοκτήτης: “Καλά, γιατί κάθεσαι στο δωμάτιό σου και παίζεις εκεί μέσα; Κάτσε στο μαγαζί να παίξεις”. “Ναι, αλλά δεν έχω κομπανία μαζί μου”. “Θα σου βρούμε” είπε. Και τότε κατάλαβα πως αυτά τα πράγματα μπορούν να συμβούν αβίαστα στα ελληνικά νησιά. Μαζεύτηκε τεράστια παρέα και κάναμε τρέλες, περνούσαμε καταπληκτικά.”

Αυτά και άλλα πολλά είχε πει ο Φράνς στο Lifo.gr. Η δουλειά του είναι διερμηνέας με υπηρεσία και σε μεγάλους οργανισμούς. Το ότι έχει επιλέξει τα ελληνικά μαζί με τα μουσικά ακούσματα από τα βάθη των αυθεντικών πηγών του ρεμπέτικου δείχνει ότι η γλώσσα, οι παραδόσεις και τα τραγούδια, όχι μόνο δεν σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου, αλλά σφυρηλατούν τα αισθήματα και μα κάνουν περήφανους για την ιστορία και τον πολιτισμό μας.