Καθισμένοι σε ένα μακρύ τραπέζι, λίγη ώρα πριν από την αλλαγή του χρόνου, απολαμβάναμε τα προκαταρκτικά μεζεδάκια με ωραίο ροζέ κρασί και φιλοσοφούσαμε για τα περασμένα και τα μελλούμενα.

Ο καθένας είχε κάτι να αφηγηθεί από τις καθημερινές μικρές περιπέτειες του στην πόλη ή στα πέριξ, είτε σε μια  τράπεζα, που πήγε να πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας, είτε στο δρόμο με τους νευρόσπαστους οδηγούς.

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

Ο ένας μας έλεγε ότι μετά από έναν ημερήσιο μαραθώνιο, που ξεκίνησε στις 7.00 το πρωί με διάφορες δουλειές στην πόλη, κατάφερε να φτάσει στην τράπεζα στις 2 παρά πέντε. Το μηχάνημα του face control του επέτρεψε να περάσει και ο άνθρωπος μπήκε, χαρούμενος γιατί πρόλαβε, ώστε να μην φάει πρόστιμο. Όμως τα χαρτάκια με τα νούμερα προτεραιότητας είχαν τελειώσει ή είχε χαλάσει το μηχάνημα. Ήταν μπροστά του δυο -τρεις, που εξυπηρετήθηκαν κανονικά. Είχε μείνει τελευταίος. Μόλις έφτασε στο ταμείο η υπάλληλος κοίταξε το ρολόϊ της. “Λυπάμαι κύριε, αργήσατε” του λέει και του γυρίζει την πλάτη. “Μα, μου, καλή μου, χρυσή μου…”, παρακαλεί ο άνθρωπος, αλλά το ταμείο είχε κλείσει.  Ευτυχώς, λέει, που τελικά έδωσαν παράταση στην πληρωμή των τελών μέχρι τις 15 του μηνός. “Με πείραξε όμως η συμπεριφορά της υπαλλήλου, η υπεροψία και ο περιφρονητικός τρόπος της”, καταλήγει.

Ο άλλος αφηγείται ένα περιστατικό με τον βιαστικό ντελιβερά, που ερχόταν με το μηχανάκι από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας κάπου στη Μαρτίου και παραλίγο να τον χτυπήσει με το αυτοκίνητο. Στο τέλος βρήκε και τον μπελά του, γιατί ο νεαρός του έριξε και μια βρισιά, του τύπου “άντε βρε κ…γερε”.

Και ακολουθεί η περιπέτεια μιας γυναίκας, που είχε κατεβεί στο κέντρο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά κλείστηκε κάπου στην Ερμού, γιατί πιο κάτω κάποιοι είχαν στήσει χορούς και γλέντια από το μεσημεράκι. “Τι ψάχνει αυτός ο κόσμος;” αναρωτήθηκε η γυναίκα. “Νομίζει ότι με όλα αυτά θα βρει την ευτυχία;”

Εγώ τους είπα το πιο πρόσφατο, για μια κυρία, που μου έφαγε τη σειρά στο ψιλικατζήδικο της Πασσαλίδη. Βιαζόταν πολύ και έφυγε αγχωμένη για να προλάβει τον τέντζερη στην κουζίνα μην της καεί το φαγητό, γιατί δεν θυμόταν αν είχε κλείσει το “μάτι”.

Αλήθεια γιατί τόση βιασύνη; Όλοι βιαστικοί παντού. Γιατί άραγε; Μήπως και δεν προλάβουμε την έλευση του νέου χρόνου; Όχι κυρία μου, θα προλάβουμε. Θα έρθει το 2020, μην ανησυχείς. Θα έρθει και το 2021 και το 2022 κι εσύ θα φορτώνεσαι χρονάκια στην πλάτη, που μπορεί να σε κάνουν να μην θυμάσαι αν κλείδωσες και την πόρτα φεύγοντας.   Αυτά ήθελα να της πω, αλλά βιαζόταν…

Και στον βιαστικό νεαρό, που μου έδειξε το μεσαίο δάχτυλο του χεριού του στην οδό Εθνικής Αντίστασης τα ίδια θα έλεγα. Μη βιάζεσαι ρε μαγκάκι, γιατί δεν θα καταλάβεις πότε θα ασπρίσουν τα μαλλιά σου και πότε θα μπεις κι εσύ στο κλαμπ των “κ…γερων”.

Και στην υπάλληλο της Τράπεζας θα έλεγα να μην νιώθει αλαζονικά πίσω από τον γκισέ του ταμείου, διότι εκεί νομίζει ότι ασκεί κάποια εξουσία, ενώ όλοι εμείς απ΄έξω είμαστε “το κοινόν”. Και στον γείτονα, που παρκάρει με θράσος την τζιπάρα του μπροστά μας με ύφος 40 καρδιναλίων θα έλεγα ότι “δεν πρόκειται να χαρείς τις ομορφιές της ζωής και να αισθανθείς το νόημα της Πρωτοχρονιάς, αν δεν γίνεις άνθρωπος.”

Και σ΄αυτούς που γλεντούσαν στην Ερμού και στη Βασ. Ηρακλείου τα ίδια θα έλεγα: “Δεν θα βρείτε την ομορφιά, ούτε θα νιώσετε την διαφορά της αίσθησης των γιορτών και της Πρωτοχρονιάς, όσο και αν χοροπηδάτε, αν δεν καταλάβετε την αγωνία του συνανθρώπου σας, λίγο πιο πέρα, που για να επιβιώσει δουλεύει από τις 7 το πρωϊ.”

Και εν τέλει συμφωνήσαμε πως αν δεν μάθουμε να σεβόμαστε ο ένας τα δικαιώματα του άλλου και αν δεν μάθουμε να εκτιμούμε τα δώρα της φύσης, δεν πρόκειται να αισθανθούμε καλύτερα μέσα μας και γύρω μας, όσα πυροτεχνήματα και αν πεταχτούν στον ουρανό, όσο και αν φωταγωγηθούν  οι πόλεις και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και όσοι φωτεινοί καταρράκτες και αν διασχίζουν τον πλανήτη από το Σίδνευ και το Χόνγκ Κόνγκ έως το Παρίσι και το Μπιγκ Μπεν.

Αυτά λέγαμε, κουτσοπίναμε και βρήκαμε κοινά σημεία συνεννόησης μέχρι που άλλαξε ο χρόνος.  Είπαμε τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια και τραγουδήσαμε Καζαντζίδη: “Η ζωή μου όλη…”