Ε, Κυριακή σήμερα, ημέρα ξεκούρασης είπα, έτσι, για να γελάσουμε… Μετά το φαγητό, πάω να ξαποστάσω από τον… κάματο της εβδομάδας! Κι έτσι καθώς ξάπλωσα, βλέποντας ένα ανιαρό εργάκι στην τηλεόραση, με πιάνει ο ύπνος.

Μια παλιά νοσταλγική μουσική και, πολύ θέλει ο άνθρωπος; Αποκοιμήθηκα. Κι είδα ένα όνειρο. Ήμασταν λέει μια καλή, γνωστή παρέα και σχεδιάζαμε το… μέλλον! Πού και πού κάποιο μηχανάκι με δαιμονισμένο θόρυβο διέκοπτε τη συζήτησή μας. Τα αυτοκίνητα «ουρά» ατελείωτη. Μερικές μανάδες είχαν βγάλει με το καροτσάκι έξω τα μωρά τους.

Πιο πέρα, ένα αυτοκίνητο του ΟΑΣΘ είχε ακινητοποιηθεί, λόγω βλάβης. Κάτι έλεγαν σε έντονο ύφος οι επιβάτες, αλλά δεν δώσαμε σημασία. Μια κυρία, φίλη μας από τα παλιά, μας είδε και ήρθε και μας χαιρέτησε. Ανταλλάξαμε μερικά λόγια, για όσα είχαμε ζήσει κάποτε και έφυγε βιαστική, για το σούπερ μάρκετ.

Ο ήλιος έκανε βόλτα πάνω από τα κεφάλια μας κι εμείς με αισθήματα ανακούφισης απολαμβάναμε τη ζεστασιά του. Ήρθε επιτέλους η Άνοιξη. Μερικά νεαρά ζευγαράκια κάτι ψιθύριζαν μεταξύ τους και χασκογελούσαν ανέμελα. Πολλά κοριτσόπουλα βιάστηκαν να βάλουν τα κοντομάνικα και αποσπούσαν τα βλέμματα από τους περίεργους.

Στο απέναντι πεύκο τα πουλιά είχαν ξεκινήσει τη δική τους συναυλία. Είπαμε κι εμείς μερικά αστεία και γελούσαμε διακριτικά, μην προκαλέσουμε την προσοχή της παρέας δίπλα μας. Πώς το έφερε η συζήτηση και αρχίσαμε να γκρινιάζουμε για μερικά στραβά της Θεσσαλονίκης.

Κάτι εγκαταλειμμένα νεοκλασικά, μερικοί δρόμοι σε απόλυτη ακαταστασία, με λακκούβες διάσπαρτες. Σε ορισμένες γειτονιές τα σκουπίδια ξεχειλίζουν από τους κάδους και τα ποντίκια έχουν «αιώνια» πάρτι. Η συνηθισμένη γκρίνια.

Πιο πέρα οι ανθισμένες δαμασκηνιές «κραύγαζαν» ότι η εποχή άλλαξε και θεριεύει η προσμονή της ώρας που θα καρπίσουν. Σαν τις ελπίδες που κι αυτές κάποτε –δεν μπορεί- θα «καρπίσουν».

Ήταν ωραία. Μερικές ανοιξιάτικες αναμνήσεις ήρθαν στην κουβέντα μας. Αξέχαστα χρόνια. Ο λογοτέχνης της παρέας, θυμήθηκε το υπέροχο δίστιχο και μας είπε ότι «και στης ζωής τους δύσκολους χειμώνες αλκυονίδες μέρες καρτερώ».

Τι κι αν είχε περάσει ο Γενάρης! Για ΄μας εκείνες οι στιγμές που ζούσαμε, -όνειρο ήταν άλλωστε- ήταν σαν να προέρχονταν από τις αλκυονίδες ΄μέρες. Κι ας πρόφτασαν ήδη οι αλκυόνες να χαρούν τα ξεπεταρούδια τους, ορισμένα από τα οποία, είχαμε την εντύπωση πως ήταν κάπου εκεί, κοντά μας, στο «καφέ» της οδού Βασιλίσσης Όλγας.

Κάποια στιγμή ξύπνησα. Είχε αλλάξει το έργο στην τηλεόραση και έπεφταν κάτι πιστολιές και επανήλθα στην πραγματικότητα. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Απόγευμα πλέον. Έρημοι δρόμοι. Μένουμε σπίτι. Και ζούμε με ένα όνειρο. Είτε είναι Κυριακή, είτε Δευτέρα…