Τι κατάνυξη, τι συναίσθημα μελαγχολίας και συγκίνησης απέναντι στο Θείο δράμα, ήταν αυτό ανάμεσα στους χωριανούς κάθε Μεγάλη Πέμπτη ! Όλοι έφταναν σκυθρωποί στο εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, μισή ώρα με τα πόδια έξω από το χωριό, στο λόφο στο Παλιοχώρι, όπου αναπαύονται αιωνίως γενιές και γενιές…

Γύρω όλα ανθισμένα. Ευωδιές από κάθε λογής λουλούδια και καταπράσινη χλόη μισού μέτρου με μαργαρίτες και παπαρούνες. Και δίπλα κουμαριές, άμα δε και αλφοκουμαριές κι αυτές ανθισμένες, περιμένοντας  την Λαμπρή.

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

Κι εμείς να τρέχουμε σαν ζαρκάδια ανάμεσα στους μεγάλους, να τους προσπερνάμε για να προλάβουμε να πάμε στην εκκλησία πριν αρχίσουν τα 12 ευαγγέλια γιατί ο παπάς, ο ιερομόναχος Αγάπιος, μας κατσάδιαζε, όταν αργούσαμε να ανάψουμε φωτιά απέξω δίπλα στο δέντρο με την καμπάνα για να φτιάξουμε το ζέον ύδωρ, προκειμένου να παρασκευασθεί  το νάμα για την μεταλαβιά.

Τι αγωνία κι αυτή! Πηγαίναμε στο Ιερό μετά φόβου Θεού, αλλά και Αγαπίου, ο οποίος κατά τα άλλα και εκτός ναού ήταν λαλίστατος  και ευχάριστος.

Αδύνατος, σχεδόν ξερακιανός και ευσυγκίνητος. Μέσα στην εκκλησία απόλυτη σιγή. Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης ήταν η κορυφαία στιγμή.

Ανάμεσα στα ευαγγέλια και ενώ έψαλλε για να καλύψει τα κενά ο εξαιρετικός ψάλτης και αγαπητός χωριανός Ηλίας Ντέκας, βοηθούμενος μερικές φορές από τον καλλίφωνο Θεόδωρο Κατσίνα (Λούλα),  εμφανιζόταν στην Ωραία Πύλη ο Αγάπιος κρατώντας τον εσταυρωμένο.

Έναν ξύλινο μικρό και πελιδνό Εσταυρωμένο, φτιαγμένο από κάποιον μαραγκό. Έναν φτωχό και πραγματικά αξιοθρήνητο Εσταυρωμένο.

Αργά, αργά, βήμα, βήμα ο παπα-Αγάπιος άρχιζε να ψέλνει μέσα σε κλίμα γαλήνιας ηρεμίας και κατάνυξης.

“Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας…”

Καθώς προχωρούσε η φωνή του γινόταν όλο και πιο συγκινητική:

Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς…”

Στέκεται τώρα στη μέση του μικρού ναού. Εμείς τα παιδιά του Ιερού δεξιά και αριστερά φέγγουμε με τα μανουάλια για να βλέπει ο ιερεύς καθώς περιφερόμεθα.

Και ξανά στάση:

Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις…”

Και να τα δάκρυα του ιερέα να αναβλύζουν και να κυλούν από τα μάτια του. Και μαζί πολλά μάτια χωριανών να βουρκώνουν. Δεν ξέρω αν ήταν από βαθιά πίστη ή έτσι από συγκίνηση και από την συναίσθηση του δράματος μαζί με συνειρμούς για τα καθημερινά ανθρώπινα δράματα. Δάκρυζε ο κόσμος και ανέβλυζε η καλοσύνη γύρω, αναμεμιγμένη με αρώματα από άνθη πασχαλιάς και άγριου χαμομηλιού.

Ερχόταν και μια άλλη ευωδια από πιο πάνω, από ένα μονοπάτι του Αράκυνθου, Μια ευωδιά  ανεξήγητη. Καθώς περνούσες από την τοποθεσία Μυρστικούλι σου ερχόταν μια απροσδιόριστη μυρωδιά, σαν ένα αρωματικό αεράκι για μια στιγμή. Δεύτερη δεν είχε. Αν γύριζες πίσω και ξαναπερνούσες δεν μύριζε. Την άλλη μέρα, όταν ξαναπερνούσες να πάλι η μοσχοβολιά.

Ουδείς  κατάφερε να δώσει πειστική εξήγηση. Κάποιο φυτό, κάποιο κρυφό – ντροπαλό λουλούδι; Άγνωστο. Ποτέ δεν μάθαμε. Μερικοί μιλούσαν για πιθανότητα να ήταν θαμμένα κάπου εκεί τα οστά κάποιου αγίου. Εγώ πάντως το θεωρούσα κάτι σαν ευλογία το να αντιληφθείς αυτή την υπερκόσμια ευωδία.

Και μετά στο σχόλασμα της εκκλησίας με κεράκια αναμμένα κατεβαίναμε προς το χωριό σχηματίζοντας ένα φωτεινό δαντελωτό μονοπάτι στις πλαγιές του Αράκυνθου.

Δεξιά κάτω μέσα από τις ρεματιές έβγαιναν καπνοί και υψώνονταν ανακατεμένοι με την μεταμεσονύχτια δροσιά και με έντονη μυρωδιά ξύλου.

“Ποιοι ανάβουν φωτιά μέσα στη νύχτα”, ρωτούσα τους μεγαλύτερους.

“Είναι κάτι καρβουνιάρηδες, φτωχοί άνθρωποι, παιδί μου”.

“Και γιατί τέτοια μέρα και τέτοια ώρα” ξαναρωτούσα.

“Γιατί παιδί μου, τα καμίνια είναι παράνομα και φοβούνται οι άνθρωποι μην τους πιάσουν οι δασονόμοι… Τέτοιες βραδιές όμως πάνε και αυτοί στην εκκλησία, οπότε οι καρβουνιάρηδες δεν φοβούνται…”

Αυτά λέγαμε και φτάναμε στο χωριό με πικρές σκέψεις για τον αδίκως σταυρωμένο Ιησού και για τους ξωμάχους και τους αποκαμωμένους από την κούραση χωριανούς, που ανέβαιναν τον δικό τους καθημερινό Γολγοθά, αδιαμαρτύρητα και με μια απροσδιόριστη ελπίδα, ψελλίζοντας: “Έχει ο Θεός…”