Μία από τις σημαντικές σελίδες στη ζωή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν το αντιδικτατορικό κίνημα, που έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου 1967 και ήταν η αποτυχημένη προσπάθεια για ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών.

Ο Κωνσταντίνος είχε ορκίσει τους πραξικοπηματίες την 21η Απριλίου του ίδιου χρόνου, νομιμοποιώντας έτσι την εξουσία τους. Κάποιοι θεώρησαν τη βραχύχρονη συνεργασία τους ως τακτικό ελιγμό, προκειμένου ο Κωνσταντίνος να οργανώσει την αντεπίθεσή του και να επαναφέρει τη Δημοκρατία στη χώρα. Οι περισσότεροι το είδαν ως το μοιραίο λάθος του 27χρονου βασιλιά, που οδήγησε επτά χρόνια αργότερα στην κατάργηση της μοναρχίας.

Η σχέση Κωνσταντίνου και πραξικοπηματιών δεν ήταν αρμονική. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και οι συν αυτώ δεν ήθελαν να μοιραστούν την εξουσία με τον νεαρό βασιλιά, που σύμφωνα με την παράδοση της ελληνικής μοναρχίας «δεν βασίλευε απλώς, αλλά κυβερνούσε».

Ο Κωνσταντίνος εξ΄ αρχής ήταν αντίθετος προς το κίνημα, αλλά «σύρθηκε» στην απόφαση να ορκίσει την στρατιωτική κυβέρνηση για την αποφυγή ένας νέου «εμφύλιου». Ο Παπαδόπουλος «χρησιμοποίησε» το συνταγματικά κατοχυρωμένο θεσμό του Βασιλέως, προκειμένου:

α. Να εμφανίσει ότι το πραξικόπημα ετύγχανε της εγκρίσεως του ανώτατου άρχοντος.

β. Να προσδώσει νομιμότητα στην αναστολή άρθρων του συντάγματος, πλαστογραφώντας την υπογραφή του Βασιλέως.

Οι πραξικοπηματίες δέχθηκαν να τοποθετηθεί ως Πρωθυπουργός ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Κόλλιας, άνθρωπος πιστός στην βασιλεία. Η νομιμοποίηση των κινηματιών από το πρόσωπό του τον κατέτρεχε συνεχώς. Αποφάσισε να τους ανατρέψει αντιγράφοντας το δικό τους τρόπο δράσεως, πιστεύοντας ότι θα τύγχανε της στηρίξεως τόσο των Ενόπλων Δυνάμεων, όσο και του Ελληνικού λαού.

Ενθαρρύνθηκε από τις ΗΠΑ

Σ’ ένα ταξίδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες το φθινόπωρο του ’67, ο Πρόεδρος Τζόνσον φέρεται να του είπε ότι καλό θα ήταν η κυβέρνηση να αντικατασταθεί από μία άλλη. Ο Κωνσταντίνος το εξέλαβε ως ενθάρρυνση για την ανατροπή της Χούντας.

Έπειτα από δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις, αποφάσισε να εκδηλώσει το κίνημά του στις 13 Δεκεμβρίου. Όχι από την Αθήνα, που εστρατοκρατείτο και εχουντοκρατείτο, αλλά από τη Βόρεια Ελλάδα, όπου υπήρχαν στρατιωτικοί πιστοί σ’ αυτόν.

Το σχέδιο προέβλεπε ότι οι δυνάμεις του θα κινούνταν από την Καβάλα προς τη Θεσσαλονίκη, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη και την εγκατάσταση μιας δεύτερης κυβέρνησης στη συμπρωτεύουσα. Ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι ο διεθνής παράγων και η εσωτερική πίεση θα ανάγκαζαν τη Χούντα σε παραίτηση, με αποτέλεσμα τη θριαμβευτική επιστροφή του στην Αθήνα.

Σχέδιο από τους πιστούς στον Κωνσταντίνο

Ο Αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του Βασιλέως Αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Δόβας εκπόνησε το σχέδιο δράσεως, ενώ ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Περίδης Διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού(Γ΄ΣΣ) ανέλαβε την υλοποίησή του σε συνεργασία με τον επιτελάρχη ταξίαρχο Βιδάλη.

Ο Κωνσταντίνος σκόπευε να θέσει υπό τις άμεσες διαταγές του σχηματισμούς του στρατού της Μακεδονίας, μαζί με μονάδες του ναυτικού και της αεροπορίας, των οποίων οι διοικητές ήσαν πιστοί στο πρόσωπό του. Η 1η Στρατιά με έδρα την Λάρισα, η ΧΧη Τεθωρακισμένη Μεραρχία με έδρα την Θεσσαλονίκη και το Γ΄ Σώμα Στρατού το οποίο είχε μετασταθμεύσει προσωρινά στην Κομοτηνή, λόγω της ελληνοτουρκικής κρίσεως, αποτελούσαν τους κύριους πυλώνες για την επιτυχία του εγχειρήματος του.

Σε πρώτη φάση θα έθετε υπό τον έλεγχό του τη Βόρειο Ελλάδα και από εκεί θα κατέρχονταν προς την Αθήνα απευθυνόμενος συγχρόνως προς όλους να τον ακολουθήσουν για την επάνοδο της δημοκρατικής ομαλότητος. Είχε την εδραία πεποίθηση ότι η κυβέρνηση των στασιαστών θα κατέρρεε πριν την άφιξη του στην Αθήνα.

Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου προσέφερε την στήριξή του στην ενέργεια του Βασιλέως. Ο Στρατηγός ε.α. Θρασύβουλος Τσακαλώτος στο βιβλίο του «Ἡ Μάχη τῶν Ὀλίγων» αναφέρει ότι του προτάθηκε από τον πολιτικό της Ενώσεως Κέντρου Γεώργιο Μαύρο να αναλάβει πρωθυπουργός σε μεταβατική κυβέρνηση στρατηγών μετά την επικράτηση του Βασιλέως.

Οι διοικητές μονάδων στα ανάκτορα

Την 6η Δεκεμβρίου 1967, ο Κωνσταντίνος κάλεσε στα ανάκτορα τους Αντιστράτηγους Κωνσταντίνο Κόλλια Διοικητή Ιης Στρατιάς και Γεώργιο Περίδη Διοικητή Γ΄ΣΣ, όπου παρουσία του Αντιστράτηγου Δόβα τους ενημέρωσε για το σχέδιό του. Ο Κόλλιας συμφώνησε υπό τις εξής προϋποθέσεις:

  • Να υπάρξει εξαήμερη κατ’ ελάχιστον προειδοποίηση.
  • Να εγκατασταθεί υποχρεωτικά στην Θεσσαλονίκη και μόνο.
  • Να αποστείλει έγκαιρα το διάγγελμα και τις διαταγές, για την ταχεία προώθησή τους.
  • Να απομακρυνθεί ο Διοικητής του Συντάγματος Καταδρομών που έδρευε στη Θεσσαλονίκη, στο στρατόπεδο του Στρατηγείου του Γ΄ΣΣ.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν τηρήθηκε….

Όλοι οι στρατηγοί μαζί

Την 09:00 της 13ης Δεκ. 1967, ο πρέσβης των ΗΠΑ Φίλιπ Τάλμποτ προσήλθε στο Τατοΐ κατόπιν προσκλήσεως του Βασιλέως, όπου άκουσε έκπληκτος την απόφασή του να ανατρέψει τους δικτάτορες χρησιμοποιώντας στρατιωτικές δυνάμεις πιστές στο πρόσωπό του. Μετά από μία ώρα η βασιλική οικογένεια , πέταξε από το αεροδρόμιο Τατοΐου προς την Καβάλα.

Τον ακολούθησαν ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας και ο Αρχηγός της Αεροπορίας Αντιπτέραρχος Γεώργιος Αντωνάκος, ο οποίος επιβαίνων σε δεύτερο αεροπλάνο κατευθύνθηκε προς την Λάρισα. Ο Αρχηγός του Ναυτικού Αντιναύαρχος Ιπποκράτης Δέδες τάχθηκε υπέρ του Βασιλέως και κίνησε μέρος του στόλου προς υποστήριξή του.

Ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Μανέτας μετέβη στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και επέδωσε στον Αρχηγό του ΓΕΣ Αντιστράτηγο Οδυσσέα Αγγελή, διαταγή του Κωνσταντίνου με την οποία τον έπαυε από τα καθήκοντά του και τον όριζε αντικαταστάτη του. Ο Αγγελής τον έθεσε υπό περιορισμό στο γραφείο του, όπου και παρέμεινε μέχρι την επομένη, όταν όλα είχαν κριθεί.

Το Βασιλικό Διάγγελμα

Την 11:30 από ραδιοφωνικό σταθμό περιορισμένης εμβέλειας της Λαρίσης μεταδόθηκε διάγγελμα[11] 770 λέξεων του Κωνσταντίνου προς τον ελληνικό λαό, στο οποίο ανέφερε ότι:

«Τὸ ἐθνικόν συμφέρον ἀπαιτεῖ τὴν ἐκ μέρους μου ἐκδήλωσιν πρωτοβουλίας διὰ νὰ ἀποτρέψω τὰς καταστρεπτικάς συνέπειας ἐκ τῆς παρούσης ἀνωμάλου καταστάσεως…Τὴν κατάστασιν τῆς 21ης Ἀπριλίου, ἥτις πλαστογράφησε τὸ ὄνομά μου, ἠναγκάσθην νὰ δεχθῶ, ὡς τετελεσμένο γεγονός για νὰ ἀποφύγω ἄσκοπον αἱματοχυσίαν».

Το διάγγελμα έκλινε με προτροπή προς τους Έλληνες να τον ακολουθήσουν στην οδό της εθνικής αναγεννήσεως.

Η αποτυχία του κινήματος

Τίποτα δεν εξελίχθηκε, σύμφωνα με τον σχεδιασμό. Οι διοικητές του Γ΄ΣΣ, Αντιστράτηγος Γεωργιος Περίδης και της ΧΧης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, Ταξίαρχος Ανδρέας Έρσελμαν συνελήφθησαν από αξιωματικούς πιστούς στον Γεώργιο Παπαδόπουλο,που έφτασαν από την Δράμα και άλλες γειτονικές μονάδες με επικεφαλής λόχο καταδρομέων.

Αναφέρθηκε μάλιστα ότι ο επικεφαλής αξιωματικός εισήλθε στην αίθουσα, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος και προτάσσοντας το όπλο του υπέδειξε να παραδοθεί και στη συνέχεια να φύγει.

Η 1η Στρατιά δεν «έκοψε» την Ελλάδα στα δύο, όπως είχε σχεδιασθεί.

Την 14η Δεκεμβρίου στις 02:00, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος συνειδητοποιώντας το μάταιο του αγώνος πέταξε από το Αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνος της Καβάλας προς στην Ρώμη.

Από το Τατόϊ στην Καβάλα με την οικογένεια

Προηγουμένως, δηλαδή το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου είχαν επιβιβάστηκε στο βασιλικό αεροπλάνο στο Τατόι, με προορισμό το αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα μαζί με τον Κωνσταντίνο η βασίλισσα Άννα-Μαρία, τα δύο παιδιά του Αλεξία και Παύλος, η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη, η αδελφή του Ειρήνη και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνο Κόλλια, που ήταν δικός του άνθρωπος.

Στην αρχή, τα πράγματα πήγαιναν κατ’ ευχή. Του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή στο αεροδρόμιο από τον τοπικό διοικητή της μεραρχίας, που ήταν μυημένος στο κίνημα. Το Ναυτικό και η Αεροπορία, που δεν είχαν συμμετοχή στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, τάχθηκαν στο πλευρό του.

Η περίπτωση του σμήναρχου Ζέλιου, που έφυγε στο Ρίμινι

Την ίδια μέρα ένα σμήνος πολεμικών αεροσκαφών απογειώθηκε από την Λάρισα με εντολή να πετάξει πάνω από Θεσσαλονίκη και Καβάλα για να δείξει την αντίδραση των χουντικών απέναντι στον βασιλιά.

Επικεφαλής του σμήνους ήταν ο αξιωματικός (σμήναρχος) Δημήτρης Ζέλιος από την Καλαβρούζα Ναυπακτίας, ο οποίος λίγο μετά την απογείωση μίλησε με τον ασύρματο στους άλλους πιλότους και τους ανακοίνωσε την απόφασή του να μην προχωρήσει προς Θεσσαλονίκη, λέγοντας ότι “εγώ δεν πάω να πολεμήσω ως Έλληνας εναντίον Έλληνα”.

Στη συνέχεια στράφηκε προς τα δυτικά και με το αεροπλάνο έφτασε στο Ρίμινι της Ιταλίας, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο.

Έτσι, το σχέδιο του Κωνσταντίνου και των συνεργατών του ήταν απλοϊκό, αφελές και γραφειοκρατικό. Στηρίχθηκε μόνο στους στρατιωτικούς και δεν προσπάθησε να προσεταιρισθεί τους πολιτικούς και το λαό. Ήταν εύκολο να υπονομευθεί εκ των έσω και μάλιστα από μεσαίους αξιωματικούς πιστούς στη Χούντα, οποίοι συνέλαβαν τους επικεφαλής τους και ανέλαβαν αυτοί τη διοίκηση των μονάδων.

Κινήθηκαν, μάλιστα, προς την Καβάλα, με σκοπό τη σύλληψη του Βασιλιά. Η έλλειψη οργάνωσης και η διακοπή των επικοινωνιών εμπόδισαν το Ναυτικό και την Αεροπορία να συντονιστούν.

Οι χουντικοί λοιδορούσαν τον Κωνσταντίνο

Η Χούντα των Αθηνών, αφού ξεπέρασε αβρόχοις ποσί τον αρχικό αιφνιδιασμό, γρήγορα ανέλαβε τον έλεγχο της κατάστασης. Δεν την πείραξε και πολύ που ο εκλεκτός της πρωθυπουργός ήταν μεταξύ των συνωμοτών. Σε μία εμφανή αλλαγή διάθεσης, άρχισαν να λοιδορούν τον Κωνσταντίνο, ανακοινώνοντας από ραδιοφώνου ότι ο Μεγαλειότατος κρύβεται «από χωρίου εις χωρίον», μία ρήση που παρέμεινε έκτοτε στο ελληνικό λεξιλόγιο.

Ο Κωνσταντίνος, αφού αντελήφθη ότι το σχέδιό του δεν είχε δυνατότητα επιτυχίας, επιβιβάστηκε στο βασιλικό αεροπλάνο με την οικογένειά του και τον Κόλλια. Από την Καβάλα κατευθύνθηκε στη Ρώμη, όπου έφθασε το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου 1967 και ζήτησε πολιτικό άσυλο.

Παρέμεινε εξόριστος για το υπόλοιπο της χουντικής διακυβέρνησης και δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα ως Βασιλιάς, καθώς η Μοναρχία καταργήθηκε με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974.