“Η επαγρύπνηση και η μη ανοχή της σεξουαλικής βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης που αποτελεί προθάλαμο των σεξουαλικών εγκλημάτων, είναι απαραίτητες προκειμένου το θύμα να αντιληφθεί πότε του ασκείται η βία, ώστε να την καταγγέλλει”.

………………………………………………………………….

Η Χριστιάνα Μανιάτη ερεύνησε τις πτυχές των αιτίων, που οδηγούν στα σεξουαλικά εγκλήματα και ιδιαίτερα του βιασμού.
Γράφει για το Boreiosellas.gr με εισαγωγή μέσα από το βίντεο, που ακολουθεί:

Έρευνες και μελέτες περιπτώσεων έχουν αποδείξει ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα διαπράττονται συνήθως από άντρες κάτω των 35 ετών, που έχουν μεγαλώσει σε ιδιαίτερα τραυματικά οικογενειακά περιβάλλοντα.

Η οποιασδήποτε μορφής κακοποίηση που έχουν υποστεί οι βιαστές ως παιδιά (συναισθηματική, σωματική, σεξουαλική) συνθέτει τα χαρακτηριστικά της ενήλικης σαδιστικής προσωπικότητάς τους.

Σε αυτά ανήκουν ο εγωκεντρισμός, η σκληρότητα, η ματαιοδοξία, η παντελής έλλειψη ενσυναίσθησης και αισθημάτων ενοχής. Η πλειοψηφία των βιαστών παρουσιάζει χαρακτηριστικά ψυχοπαθητικής προσωπικότητας και ναρκισσιστικής διαταραχής, που ωστόσο όμως δεν είναι συνώνυμα της σχιζοφρένειας. Οι εγκληματίες “έχουν επίγνωση της φύσης και της ποιότητας των πράξεών τους”. Ενώ οι ίδιοι συνδέονται με το λογικό μέρος του εγκεφάλου τους, αποσυνδέονται πλήρως από το συναισθηματικό (Robert P. Brittain, 1970).

Ως προς τα φυσικά τους χαρακτηριστικά διατηρούνται προκαταλήψεις ότι οι σεξουαλικοί εγκληματίες έχουν επιβλητικό παρουσιαστικό, είναι μεγαλόσωμοι, με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και έκδηλη επιθετικότητα. Επιπλέον, οι προκαταλήψεις ενισχύονται από την ιδέα ότι οι βιαστές είναι άξεστοι, χυδαίοι, εξωστρεφείς, με αναπτυγμένη σεξουαλικότητα και ιστορικό ψυχικών ασθενειών.

Πράγματι, υπάρχουν σεξουαλικοί εγκληματίες που διαθέτουν ορισμένα χαρακτηριστικά εξ αυτών, όμως η πλειοψηφία μοιάζει να έχει τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά. Συνήθως, οι εγκληματίες είναι άνθρωποι εξαιρετικά ευφυείς και απολαμβάνουν οικονομική ευμάρεια. Ακόμη, χαρακτηριστικό της προσωπικότητας των βιαστών είναι το έντονο μίσος που νιώθουν προς το γυναικείο φύλο.

Πως γεννιέται το μίσος προς τις γυναίκες;

Η πλειοψηφία των βιαστών μεγαλώνει σ᾽ ένα οικογενειακό περιβάλλον, μέσα στο οποίο η ίδια η μητέρα έχει τροφοδοτήσει την περιφρόνηση και την απαξίωση προς τις άλλες γυναίκες. Οι βιαστές ως παιδιά προσκολλώνται συναισθηματικά στη μητέρα τους, υποθάλπεται όμως ένα δυνατό συναίσθημα μίσους προς εκείνη. Σε συνεντεύξεις οι ίδιοι περιγράφουν τις μητέρες τους είτε ως κακοποιητικές και σκληρόκαρδες, είτε ως γυναίκες χαμηλών ηθικών αξιών. Συνήθως, οι μητέρες των βιαστών είναι προσηνείς, ευχάριστες, με έντονη μητρική αγάπη, αλλά και έντονο άγχος προς τα παιδιά τους, που εξελίσσονται ως βιαστές. Οι πατέρες τους συνήθως είναι απολυταρχικοί και έχουν τιμωρητική διάθεση απέναντι σε λάθη.

Το παιδί μεγαλώνοντας καλλιεργεί τα αντιμαχόμενα συναισθήματα αγάπης και μίσους προς τη μητέρα του, η οποία γίνεται το πρότυπο πάνω στο οποίο βασίζονται όλες οι σχέσεις που αναπτύσσει μετέπειτα. Ο βιαστής βλέπει σε κάθε γυναικείο πρόσωπο, το πρόσωπο της μητέρας του. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει ασυνείδητα και χαρακτηρίζεται από την ψυχαναλυτική θεωρία ως μια “κακοήθης καταναγκαστική επανάληψη”. Η μητρική εικόνα που δομεί στο μυαλό του, ταυτίζεται με την εικόνα που αποδίδει σε όλες τις γυναίκες. Ο βιαστής πιστεύει ότι όλες οι γυναίκες έχουν απεχθή χαρακτηριστικά, είναι ελαφρών ηθών και πρέπει να τιμωρηθούν. Στις συνεντεύξεις τους χαρακτηρίζουν τις γυναίκες ως “σκουπίδια”, ενώ για την πράξη του βιασμού αναφέρουν ότι οι γυναίκες “έλαβαν αυτό που τους αξίζει”.

Κομβικό σημείο ο εξευτελισμός του θύματος

Ο βιασμός σπανίως αφορά την εκτόνωση της σεξουαλικής ορμής, αντιθέτως σχετίζεται με βαθύτερα σαδιστικά ένστικτα. Ο βιαστής θέλει να νιώσει ότι το θύμα ταπεινώνεται, εξευτελίζεται και υποφέρει. Η σεξουαλική διέγερση του βιαστή προκαλείται από τον εξευτελισμό του θύματος και ενισχύεται από το αίσθημα της απόλυτης κυριαρχίας και του ελέγχου. Το θύμα αισθάνεται πλήρως αβοήθητο, γεγονός που εντείνει τη σεξουαλική διέγερση του θύτη. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο βιαστής διενεργεί την εγκληματική πράξη του βιασμού κατ᾽ επανάληψη στο ίδιο πρόσωπο-θύμα. Αυτό συμβαίνει γιατί ο βιαστής εισέρχεται σε μια μορφή καταναγκαστικής επανάληψης, όπου προσπαθεί να τιμωρήσει την ίδια γυναίκα ξανά και ξανά. Μέσα από την τιμωρία της γυναίκας, ο βιαστής προσπαθεί να τιμωρήσει την μητέρα του για την κακοποιητική συμπεριφορά της. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα τρόπο εκδίκησης του βιαστή απέναντι στη μητέρα του.

Παρότι η συντριπτική πλειοψηφία των σεξουαλικών παραβατών έχει βιώσει σε παιδική ηλικία τραυματικά γεγονότα, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες δεν υπήρχε ένδειξη τραύματος ή κακοποίησης. Συνήθως, πρόκειται για άντρες που αδιαφορούν πλήρως για τα συναισθήματα των άλλων και που νιώθουν ότι υπάρχουν απλώς για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Επίσης, έχουν έντονη φαντασία και κατασκευάζουν σενάρια διαφυγής από την αστυνομία, εκτιμώντας ότι είναι πιο έξυπνοι από τις Αρχές. Αφού διαπράξουν το έγκλημα, διαβάζουν τον Τύπο και σχολιάζουν το έγκλημα σα να μην είναι εκείνοι οι εμπλεκόμενοι, απαιτώντας την παραδειγματική τιμωρία του δράστη. Οι βιαστές διακρίνονται από έπαρση και αλαζονεία, ενώ είναι αδιανόητη η ηρεμία που παρουσιάζουν αμέσως μετά από το εγκληματικό συμβάν, σε σημείο που αποπροσανατολίζουν τις υποψίες προς το πρόσωπό τους. Ακόμη, υπογραμμίζεται ότι εάν νιώσουν για οποιοδήποτε λόγο ότι μια γυναίκα ακυρώνει τον ανδρισμό τους ή μειώνει την αυτοεκτίμησή τους, γίνονται πολύ επικίνδυνοι προς αυτή τη γυναίκα (Robert P. Brittain, 1970).

Η κουλτούρα του βιασμού

Οι διωκτικές αρχές σε πολλές περιπτώσεις αμφισβητούν τα ίδια τα θύματα, με συνέπεια να μην καταγγέλλουν τελικά τη σεξουαλική παράβαση (Campbell & Wasco, 2005). Η αποδοχή των μύθων περί βιασμού καθιερώνει την κουλτούρα του βιασμού (Brown, Horvath, Kelly & Westmarland, 2010). Οι μύθοι είναι προκαταλήψεις και στερεότυπα που αφορούν ψευδείς πεποιθήσεις για το βιασμό. Συνήθως περιλαμβάνουν δικαιολογίες υπέρ του θύτη και κατηγορίες κατά του θύματος (Chapleau, Oswall & Russell, 2008). Επίσης, είναι ισχυρό στερεότυπο ότι το θύμα δε γνωρίζει το θύτη του. Συνήθως, ο θύτης είναι γνώριμος στο θύμα ενώ σε πολλές περιπτώσεις έχει συνάψει δεσμό μαζί του ή είναι συγγενικό πρόσωπο. Οι γυναίκες που αντιλαμβάνονται το βιασμό τους, σπάνε τη σιωπή και καταγγέλλουν τελικά είναι πολύ λίγες.

Οι μύθοι για το βιασμό συντηρούνται στην κοινωνία μας. Σε περιπτώσεις που το θύμα έχει καταναλώσει αλκοόλ, φοράει φούστα ή έχει προσκαλέσει το θύτη στο χώρο του κατηγορείται ως συνυπαίτιο. Επίσης, οι διωκτικές αρχές τείνουν να λαμβάνουν υπόψιν τον τρόπο με τον οποίο το θύμα αφηγείται το περιστατικό. Αστυνομικοί και δικαστές γίνονται καχύποπτοι με το θύμα όταν περιγράφει με ηρεμία τη σεξουαλική βία που υπέστη. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι η ηρεμία του θύματος είναι φαινομενική και ουσιαστικά αποτελεί μηχανισμό άμυνας (Ellison & Munro, 2008).

Η αντιμετώπιση

Φαίνεται ότι η κακοποίηση σε συνδυασμό με πρώιμες τραυματικές εμπειρίες είναι ο προπομπός της σεξουαλικής βίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποτελούν προϋπόθεση για την εκδήλωσή της. Η Πολιτεία υποχρεούται να προστατέψει τα μέλη της από οποιαδήποτε είδους εγκληματική ενέργεια. Ωστόσο, το δικό μας χρέος είναι να κατανοήσουμε τις αιτίες που οδηγούν σε εγκληματικά φαινόμενα σεξουαλικής φύσεως δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα πρόληψης.

Η συνεχής ενημέρωση συμβάλλει, ώστε να καταρριφθούν οι μύθοι περί βιασμού και η επικράτηση της κουλτούρας του.

Η επαγρύπνηση και η μη ανοχή της σεξουαλικής βίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης που αποτελεί προθάλαμο των σεξουαλικών εγκλημάτων, είναι απαραίτητες προκειμένου το θύμα να αντιληφθεί πότε του ασκείται η βία, ώστε να την καταγγέλλει.