Ναι, σαν σήμερα, σαν αύριο, σαν χθες, θα άνοιγε τις πύλες της η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Δεν συνέβη όμως και αυτό δεν έγινε ποτέ ξανά, με εξαίρεση τα χρόνια της κατοχής και του πολέμου.

Αλλά και σήμερα μήπως πάλι πόλεμο δεν έχουμε; Πόλεμο σε όλα τα επίπεδα, με ορφανή από το λαμπερό στολίδι της την Θεσσαλονίκη, που κάποτε «έσβηναν τα άστρα» από το φως της. Αν και «υπήρχαν φώτα, πολλά φώτα, αλλά δεν ήταν το φως».

Γράφει ο Άγγελος Κολοκοτρώνης

Μιλούσαμε με φίλο, σαν ορφανά στην καφετέρια και αναρριπίστηκαν οι μνήμες, σε όσα ζήσαμε, ως παρακολουθήματα της ίδιας της Ιστορίας. Μητσοτάκης πατήρ, Παπανδρέου πατήρ και υιός. Κωνσταντίνος Καραμανλής και Κώστας Καραμανλής, ο Έβερτ και άλλοι.

Αλλά δεν μείναμε εκεί. Από την επάνω πόλη, κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες, κατέβαινε ένα πολύβουο πλήθος, ηλικιακά «πολύχρωμο». Και στην κορυφή, τρυφερά κοριτσόπουλα, με τριζάτο τακουνάκι στο λιθόστρωτο, έσπευδαν γρήγορα – γρήγορα, σαν να ήθελαν να ανακαλύψουν την καρδιά της πόλης και την ίδια τη ζωή.

Κι άλλοι από όλα τα σημεία, από Σέρρες, Δράμα, Καβάλα, Ξάνθη. Και ξένοι, από άλλες χώρες, που χαρτογιακάδες τους λέγαμε. Την έλεγαν εμπορική επίδειξη. Σιγά τα ωά. Ένα πανηγύρι ήταν για ΄μας, που αντιπροσωπεύαμε τις.. παραβαρδάριες περιοχές.

Γυαλισμένο παπούτσι, λίγο μπριγιόλ στα μαλλιά (όποτε το βρίσκαμε), σιδερωμένο παντελόνι. Τα καλά μας. Και μαζεύαμε δεκάδες διαφημιστικά έντυπα «ιλουστρασιόν», παρακαλώ, πρωτόγνωρη πολυτέλεια τότε για ΄μας.

Έτσι θα περάσει ο φετινός Σεπτέμβρης, με την Θεσσαλονίκη στην εντατική, στερημένη από τον κόσμο όλο. Γιατί, τι είναι η Θεσσαλονίκη του Σεπτέμβρη, χωρίς τη Διεθνή της Έκθεση; Ένα τίποτα. Ούτε μαύρη μπύρα, ούτε έξυπνα διαφημιστικά κόλπα, ούτε ζογκλέρ, ούτε «δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας», ούτε καν «ο γύρος του θανάτου».

Ένα παντέρημο κουφάρι, που πάντως είναι το μόνο που σίγουρα θα αναστηθεί, του χρόνου τέτοιο καιρό. Και θα ξαναρχίσουμε να κάνουμε τις συγκρίσεις του χθες με το σήμερα, ενώ οι πολιτικοί θα φλυαρούν ασυστόλως κι εμείς θα τους γυρίζουμε την πλάτη, γιατί όσα λένε «μας τα΄παν κι άλλοι».

Η δική μας ψυχή θα βρίσκεται πάντοτε στα χρόνια εκείνα και στα λίγο μετέπειτα, που η Έκθεση ήταν ο χτύπος της καρδιάς μας. Όσο κι αν πολλοί εργατοπατέρες και άλλοι θέλησαν να την καταντήσουν πεδίο μάχης , δεν μπόρεσαν να ξεριζώσουν την αίγλη της, ως ατόφιο απόκτημα των λαϊκών ή και λιγότερο λαϊκών τάξεων.

Και δεν μένουμε στα περασμένα. Όχι. Περιμένουμε τον επόμενο χρόνο, να ξαναγίνει το όνειρό μας πραγματικότητα και με σοβαρότητα, να ξανακαθίσει στο θρόνο της η Θεσσαλονίκη. Κι αυτό είναι δική μας ευθύνη.

Δικό μας το όνειρο, δική μας και η ευθύνη. Του χρόνου με υγεία λοιπόν. Με τον λαό μπροστά, τις σημαίες της υπευθυνότητας να ανεμίζουν και τις προσδοκίες μας για το καλύτερο ακέραιες.