Σε κάθε βήμα συναντάμε Έλληνες ή και Αλβανούς, που οι περισσότεροι μιλούν ελληνικά. Η πολύβουη πόλη με τα πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά, τον αυξημένο τουρισμό και τους κινδύνους πληθυσμιακής αφομοίωσης.-

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

Περνώντας τα σύνορα, λίγο μετά την Κακαβιά, σφίγγεται η ψυχή σου αντικρίζοντας δεξιά κι αριστερά θεόρατα βουνά, που αντανακλούν μια εικόνα ερήμωσης στην επαρχία του Δελβίνου και προδίδουν την κατάσταση φτώχειας και εν γένει ανέχειας των πληθυσμών της πολύπαθης Βορείου Ηπείρου.
Είναι φυσικό να κάνεις δύο σκέψεις:
Πρώτη: Το πόσο δίκιο είχαν αυτοί οι άνθρωποι, οι ομογενείς μας, που σε ποσοστό 90% πήραν τα μάτια τους και έφυγαν από χωριά και κωμοπόλεις για να βρουν καλύτερη τύχη, οι περισσότεροι στην Ελλάδα.
Δεύτερη: Πόση ανδρεία και παλικαριά είχαν οι πρόγονοί μας, οι πατεράδες μας, που περνώντας από τους λόφους του Καλπακίου συνέχισαν να καταδιώκουν τους Ιταλούς εισβολείς στα υψώματα και στα ντράχαλα των τεράστιων βουνών για να φτάσουν νικηφόρα στους Αγίους Σαράντα και στο Αργυρόκαστρο.
Κι εμείς τώρα με ένα ευέλικτο και πολύστροφο αυτοκίνητο να διασχίζουμε τις κοιλάδες σιγοτραγουδώντας, ευχαριστημένοι, που περάσαμε σε 10 λεπτά από το τελωνείο και προσδοκώντας σε ωραίες μέρες και νύχτες διασκέδασης στους Αγίους Σαράντα.
Όντως η πόλη ξεπροβάλλει μπροστά μας πανέμορφη, καθώς δεσπόζει σε έναν ήρεμο κόλπο απέναντι από την βόρεια άκρη της Κέρκυρας με σύγχρονα πολυώροφα κτίρια, πολλά από τα οποία λειτουργούν ως ξενοδοχεία στην παραλιακή ζώνη.
Πολυώροφα ξενοδοχειακά συγκροτήματα έχουν αλλάξει την εικόνα της πόλης.
Στην προ δεκαετίας απογραφή πληθυσμού οι Άγιοι Σαράντα είχαν περίπου 45.000 κατοίκους. Τώρα όμως υπολογίζεται ότι έχουν δεκαπλασιαστεί σε συνάρτηση με τον αυξημένο τουρισμό και την κίνηση στο λιμάνι.
Ένας από τους κεντρικούς δρόμους, που οδηγεί στο λιμάνι διαθέτει φαρδύ πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, που σε προδιαθέτει να περπατήσεις και να εξερευνήσεις την αγορά. Μετά από 2 χιλιόμετρα πεζοπορίας ρωτάμε μια κοπέλα πως θα φτάσουμε στο λιμάνι. Η συνομιλία γίνεται στα αγγλικά.
Η όμορφη νέα μας εξηγεί ότι πλησιάζουμε στον προορισμό μας και μας ενημερώνει για το τι θα συναντήσουμε, όπως εστιατόρια, μπαράκια κλπ. Την ευχαριστούμε και φεύγουμε, μιλώντας τώρα μεταξύ μας ελληνικά.
Προχωρούμε λίγα μέτρα και ακούμε πίσω μας την κοπέλα να μας φωνάζει: “Καλά, Έλληνες είστε;” Γελάει με έκδηλη ικανοποίηση. Γυρίζουμε πίσω και συστηνόμαστε: “Εγώ είμαι η Μαρίνα και σπουδάζω στην Αθήνα”, μας λέει μεταξύ άλλων, προσθέτοντας ότι δουλεύει εδώ το καλοκαίρι για να βγάζει τα έξοδα του χειμώνα.

Οι Άγιοι Σαράντα την νύχτα από ένα σημείο του λιμανιού με την υπέροχη παραλιακή ζώνη, όπου απλώνονται δεκάδες εστιατόρια, μπαρ και υπαίθρια μαγαζιά με τοπικά προϊόντα, διακοσμητικά, δώρα και κοσμήματα.

Ήταν μια πρώτη δόση της ανάγκης μας να μιλήσουμε ελληνικά και να ανιχνεύσουμε δείγματα ή και αποτυπώματα του ελληνισμού σε τούτη την πολύβουη πόλη, που κατακλύζεται από τουρίστες όλων των φυλών, κυρίως Γερμανούς, Ιταλούς, Σκανδιναβούς, Πολωνούς, Ολλανδούς, Τούρκους και Ρώσους.
Φοβόμασταν ότι δύσκολα θα συναντούσαμε ελληνικό στοιχείο, καθώς μέσα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία δεκάδων χιλιάδων κατοίκων είναι φυσικό να επέρχεται κάποιας μορφής αφομοίωση.
Διαψευστήκαμε όμως με κρυφή ικανοποίηση, καθώς και στα επόμενα βήματά μας, η πατρίδα έκανε το μικρό θαύμα της, βγάζοντάς μας στην παραλιακή ζώνη με τα δεκάδες υπαίθρια μαγαζιά τοπικών προϊόντων, κοσμημάτων και παιχνιδιών. Σε ένα από αυτά, το πιο εντυπωσιακό σταματάμε να ρωτήσουμε για γλυκά κουταλιού. Ρωτάμε τιμές στα αγγλικά, αλλά η κυρία του μαγαζιού μας αντιλαμβάνεται και μας απαντάει σε άπταιστα ελληνικά.

Η κυρία Αλεξάνδρα, που την έλεγαν Ανθή…

Είναι η κυρία Αλεξάνδρα, που κρύβει μια απίθανη ιστορία από τα παιδικά της χρόνια. Γεννήθηκε στο χωριό Αλύκο (εκ της αλυκής) την εποχή του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα, που είχε απλώσει την στυγνή κυριαρχία του με καταπιεστικές μεθόδους σε όλη την Βόρεια Ήπειρο.

Με την κυρία Αλεξάνδρα, που στα επτά της χρόνια έμαθε ότι την έλεγαν Ανθή.

Μεταξύ άλλων απαγόρευε να δίνονται στα παιδιά επίσημα ονόματα χριστιανικά και ελληνικά, καθώς ήταν το μοναδικό καθεστώς αθε΄ί΄ας στον κόσμο με συνταγματική κατοχύρωση. Στα κορίτσια έδιναν ονόματα λουλουδιών, όπως π.χ. Τριανταφυλλιά, Λεμονιά, Κυδωνιά, Μηλιά κ.λ.π.
Την κυρία, που έχουμε μπροστά μας οι γονείς της στο σπίτι την φώναζαν Αλεξάνδρα. Όταν όμως πήγε στο σχολείο σε ηλικία επτά ετών είδε ότι ήταν καταγεγραμμένη επίσημα ως Ανθή. Για το σχολείο και τους δασκάλους ήταν Ανθή, αλλά για το σπίτι Αλεξάνδρα.
Και δεν φτάνει μόνο ότι γνωρίσαμε ένα γνήσιο Βορειοηπειρωτάκι, που τώρα μεγάλωσε, έγινε μια συμπαθέστατη κυρία, έχοντας δίπλα της τον επίσης χαμογελαστό γιο της, αλλά η συνάντησή μας έφερε άλλη μία έκπληξη.
Την ρωτήσαμε αν γνώριζε κάποιον παράγοντα της ομογένειας στην περιοχή και μας απάντησε ότι ο αδελφός της Λεωνίδας ήταν επί χρόνια γενικός πρόεδρος της μεγαλύτερης οργάνωσης των Ελλήνων, της γνωστής Ομόνοιας.
Τον συναντήσαμε την επόμενη μέρα και κάναμε μια εξαιρετική συζήτηση, υπό μορφή συνέντευξης, που θα δημοσιευτεί στο boreiosellas.gr προσεχώς.
Η πρώτη μέρα στους Αγίους Σαράντα έκλεισε με μια ακόμη ευχάριστη έκπληξη, καθώς η ρεσεψιονίστ στο ξενοδοχείο ήταν επίσης Ελληνίδα και μας απάντησε χαμογελώντας: “Καληνύχτα και όνειρα γλυκά…”
(Θα ακολουθήσει το οδοιπορικό σε Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα και Αυλώνα)