Γράφει ο Άγγελος Κολοκοτρώνης

δημοσιογράφος

 

Αυτό δεν το περίμενα. Χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούω μια γυναικεία φωνή να μου λέει:
-Αγάπη μου, τι κάνεις;
-Καλά, λέω ψυχρά. Κι αυτή συνεχίζει:
-Γιατί κάθεσαι κάτω από τα τσιμέντα και δεν έρχεσαι στην ωραία Χαλκιδική, όπου σου έχω ετοιμάσει ολόδικό σου χώρο, με τηλεόραση, το αγαπημένο σου λάπτοπ, τα βιβλία που σου αρέσει να ξαναδιαβάσεις, σπιτικό φαγητό, ησυχία, με τα αγαπημένα σου πρόσωπα, τη γοητεία του καλοκαιριού στο πιάτο σου, τα γεμάτα σαγήνη δειλινά, την πεντακάθαρη θάλασσα…
-Μα…
-Δεν έχει «μα και ξε μα». ΄Ελα σε περιμένω.
Επιστράτευσα ένα σωρό δικαιολογίες και αρνήθηκα. Δικαιολογημένα τώρα ο καθένας θα λέει ότι δύσκολο είναι να αρνείσαι μια τέτοια προσφορά, όταν πράγματι στη Θεσσαλονίκη καίγονται τα σύμπαντα, τα κλιματιστικά αγκομαχούν, ο ιδρώτας στο σώμα στάζει σαν τιμωρία, οι φίλοι φευγάτοι όλοι, η ρουτίνα του «διαβάζω- πάω βόλτα – πίνω καφέ μόνος στο μπαλκόνι», επέρχεται σαν εφιάλτης.
Εκείνη επέμεινε:
-Βρε μανάρι μου, μας λείπεις, άφησέ τα όλα και έλα. Θα σε περιμένουμε. ΄Ο,τι ζητήσεις θα το έχεις.
Αναγκάστηκα και έγινα τραχύς, για να σταματήσει η συζήτηση.
-Μην επιμένεις, αυτό δεν γίνεται. Προτιμώ τη μοναξιά. Δεν αντέχω τις ουρές αυτοκινήτων, τα κουνούπια, την ηλιοθεραπεία, την άμμο ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών μου και όλα τα… συμπαρομαρτούντα.
-Μα… αγόρι μου, μού λέει.
-Δεν έχει «μα και ξε μα», της επιστρέφω. Θα μείνω σπίτι δεν μπορώ να αφήσω μόνη την πολυκατοικία. Μείναμε εγώ και το γεροντάκι του πρώτου πατώματος. Εκείνος… «βλέπει τα τρένα να περνούν» δηλαδή εποπτεύει τα πέριξ μη και φανούν τίποτα διαρρήκτες κι εγώ ελέγχω αν όλα αυτά τα κάνει καλά. Δεν θα το κάνουμε ξέφραγο αμπέλι. Και, κλείνω το τηλέφωνο.
Επανέρχομαι στην απορία σας, γιατί τέτοια άρνηση.
Σας λέω απλώς ότι στο τηλέφωνο ήταν η πεθερά μου!

Κι έτσι, ακούω τώρα Κηλαϊδόνη, που τραγουδά «θα κάτσω σπίτι, δεν πρόκειται να βγω…»!