Γράφει ο Άγγελος Κολοκοτρώνης

Δημοσιογράφος

 

Μπορεί και να μας φταίει ο Αίολος, που εξακολουθεί να «σπέρνει» ανέμους. ΄Αλλωστε ακόμη και γι΄αυτούς -τους ανέμους-οι ΄Ελληνες βρήκαν και έναν ιπποκόμο τού Δία, ώστε να του φορτώσουν τις συνέπειες. Οι μύθοι «ανέθρεψαν» το ΄Εθνος, επί αιώνες. Λατρεύτηκαν με πάθος. Και εξακολουθούν να λατρεύονται, κάτι που επαληθεύεται, αν κανείς προσπαθήσει να εξηγήσει συμπεριφορές.
Οι συνέπειες είναι ορατές, στα τεκταινόμενα στον τόπο αυτό, από την αρχαιότητα, μέχρι σήμερα. Μια από αυτές είναι να πιστεύουμε τον κάθε παραμυθά και να μισούμε όποιον αποτολμήσει να πει «μιαν αλήθεια τρανή», που είναι συχνά «διαστρεμμένη από αχρείους» και, «γίνεται φάκα για αφελείς».
Η απευθείας σύνδεσή μας με την αρχαία Ελλάδα και τους σοφούς, που ξανάφτιαξαν τον κόσμο, μετά τον Δημιουργό, συναντιέται ακριβώς στην εμμονή μας αυτή: Στην λατρεία των μύθων. Κατά τα άλλα, οι αιώνες που μεσολάβησαν, οι κατακτήσεις, οι προσμείξεις ανθρώπων και πολιτισμών, δεν βεβαιώνει κανέναν ότι σήμερα είμαστε οι απευθείας απόγονοι του Σωκράτη και του Αριστοτέλη, αν εξαιρέσει κανείς την εντοπιότητα.
Ένα στοιχείο πάντως, που εξηγεί το «δαιμόνιο» του ΄Ελληνα, που σήμερα φαίνεται να έχει μετεξελιχθεί σε πονηριά ή ακόμη και κουτοπονηριά. Τι μπορεί να είναι αλήθεια και σε τι οφείλεται αυτό το «δαιμόνιο»; Ο τόπος αυτός είναι γεωγραφικά, γεμάτος προκλήσεις και γρίφους. Δυσπρόσιτα όρη και φουρτουνιασμένες θάλασσες, οι οποίες «διαφεντεύονται» βέβαια από τον Ποσειδώνα. Ελάχιστοι ΄Ελληνες γνωρίζουν ότι ο Ποσειδώνας -κατά τους μύθους- ήταν σύγχρονος του Αριστοτέλη και κατοικούσε στο σημερινό Ποσείδι της Χαλκιδικής!
Και μόνο αυτό το τελευταίο, αν το αξιοποιούσαμε, εμείς οι σημερινοί «δαιμόνιοι» ΄Ελληνες, θα είχαμε καταστήσει την Ελλάδα το κέντρο του κόσμου πράγματι, αφού και άλλοι λαοί λατρεύουν όμοια τους μύθους. Αν μάλιστα θελήσει κανείς να αναφερθεί στα γεγονότα που «σημάδεψαν» την πορεία του κόσμου στη διαδρομή της Ιστορίας, θα δικαιολογούσε εκείνους που ακόμη πιστεύουν ότι είμαστε ο ομφαλός της Γης. Και μπορεί να υπήρξαμε, πράγματι, από μια ιδιοτροπία της ίδιας της Γης, της μοίρας ή των Θεών που κατά καιρούς λατρέψαμε
΄Αλλωστε αυτή η εξέχουσα στην εμφάνισή της ροπή προς την λατρεία των μύθων, παρέχει διαχρονικά την ευχέρεια σε κάποιους άλλους, λιγότερο ευκολόπιστους, να σωρεύουν πλούτη στην προσωπική τους περιουσία. ΄Ετσι είναι. ΄Οσο μας υπνωτίζουν οι μύθοι, οι άλλοι «ξύπνιοι» καθώς είναι, ενδύονται – αφού μας ξεγελάσουν- και τα αξιώματα, για να μας… καθοδηγήσουν εκεί ακριβώς που επιθυμούν: Στον ακόμη βαθύτερο ύπνο.

Η ελληνική περιπέτεια, ανέδειξε αμέτρητους επιτήδειους στα ύπατα αξιώματα και όχι μόνο στη σύγχρονη εποχή. Όπως ανέδειξε και την τυραννία που θέλουμε να ξεχνάμε ή και να την αγνοούμε επιδεικτικά. Στον διάσιμο τύραννο Λύσσανδρο αποδίδεται άλλωστε η παροιμιώδης φράση «όπου δεν φτάνει η ανδρεία φτάνει η πονηριά» («οποί δεν εστί λεοντή εστί αλωπεκή»).
Ο παραγκωνισμός των αξίων και ικανών και οι επιθέσεις εναντίον τους είναι κάτι που συνέβαινε πάντοτε και συμβαίνει καθημερινά. Οι άξιοι και ικανοί δέχονται έναν συνεχή πόλεμο εκ μέρους των ανεπαρκών, από φθόνο ή ανασφάλεια.
Δεν προέκυψαν τυχαία κάποιες φράσεις, όπως ότι «πετροβολούν τα δένδρα που έχουν καρπό» ή «κόβουν τα κεφάλια που ξεχωρίζουν» ή «κονταίνουν όσους ψηλώνουν». Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση αφηγείται ο Ηρόδοτος.
Ο Περίανδρος, ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, ήταν επίσης και τύραννος της Κορίνθου. Σε όσους τον ρωτούσαν γιατί κυβερνά ως τύραννος και όχι δημοκρατικά, απαντούσε με κυνικό τρόπο: «Επειδή, είτε θεληματικά αφήσω την εξουσία, είτε με τη βία, είναι το ίδιο επικίνδυνο».
Ο Ηρόδοτος, παραθέτει το γνωστό σε πολλούς χαρακτηριστικό περιστατικό:
Έστειλε ο Περίανδρος άνθρωπό του στον τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο, με τον οποίο είχε αποκτήσει φιλικές σχέσεις, και ρωτούσε να μάθει με ποιο τρόπο θα εξασφάλιζε μεγαλύτερη σταθερότητα στο καθεστώς του και θα κυβερνούσε όσο γίνεται καλύτερα την πόλη.
Ο Θρασύβουλος πήρε τον απεσταλμένο του Περίανδρου έξω από την πόλη, και ενώ διέσχιζε τα μεστωμένα στάχυα, μόλις έβλεπε κάποιο στάχυ να υψώνεται πάνω από τα άλλα, το τσάκιζε και το έριχνε κάτω.
Συνεχίζοντας, τελικά με τον τρόπο αυτό τα πιο ψηλά στάχυα τα εξαφάνισε.
Επιστρέφοντας στην Κόρινθο ο απεσταλμένος, ανέφερε στον Περίανδρο πως συμβουλή καμιά αλλά του διηγήθηκε τα καμώματα του υποτακτικού του.
Ο Περίανδρος κατάλαβε το νόημα του μηνύματος, ότι δηλαδή τον συμβούλευε να σκοτώνει τους πολίτες που ξεχωρίζουν από τους άλλους επειδή αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι αν επιχειρούσαν να αμφισβητήσουν την εξουσία του.
Φαίνεται ότι στους αιώνες που πέρασαν η συμβουλή του Θρασύβουλου και οι πρακτικές του Περίανδρου εξακολουθούν να εφαρμόζονται.

Ο Πεισίστρατος επίσης διάσημος τύραννος, στήριξε την πολιτική του στον “πόλεμο κατά των πλουσίων” αλλά πήρε και μέτρα που τον έκαναν αρεστό ακόμα και σε εκείνους, επειδή τόνωσαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Αυτό το έκανε τόσο για να ευημερεί η πόλη, όσο και για να προσεταιρίζεται κυρίως τους αριστοκράτες και τους αστούς εμπόρους.
Καθώς ήταν ευφυής αλλά και φιλόδοξος, προσπάθησε δυο φορές να καταλάβει την εξουσία με στρατηγήματα, τα αποτελέσματα των οποίων είχαν βραχυπρόθεσμη επιτυχία και τον οδήγησαν δυο φορές στην εξορία.
Την πρώτη φορά, το 561 π.Χ., αυτοτραυματίστηκε και μαχαίρωσε επίσης τα μουλάρια του. Εμφανίστηκε αιμόφυρτος στην αγορά με δυο πληγωμένα μουλάρια, και υποστήριξε ότι γλίτωσε από βέβαιη δολοφονία, καθώς υπερασπιζόταν τα δίκαια των αδύναμων.
Τη δεύτερη φορά, για να κερδίσει την εύνοια των Αθηναίων ο Πεισίστρατος επινόησε ένα τέχνασμα που ο Αριστοτέλης περιγράφει ως χονδροειδές. Έβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή και υψηλή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την περιέφερε στην Αθήνα, ισχυριζόμενος ότι πρόκειται για την ίδια την Θεά Αθηνά, που ήλθε για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας πράγματι εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος έγινε τύραννος για δεύτερη φορά. ΄Ηταν το έτος 558 προ Χριστού…
Οι όποιες αναγωγές σε άλλες περιόδους της ελληνικής Ιστορίας, με άλλα εφευρήματα και άλλα ενδύματα, δεν είναι απλώς συμπτωματικές. Είναι η επανάληψη της Ιστορίας, ως φάρσας πλέον.