Ουρές στα γκισέ, αναστάτωση με αποσκευές, παραξενιές επιβατών, ξάπλες στα καθίσματα, εμπόριο στα free shop και μέριμνα των ιδιοκτητών για κέρδη από παντού…

 

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

 

Με το που μπήκαν νέοι ιδιοκτήτες – διαχειριστές στα περισσότερα αεροδρόμια της χώρας είχαμε την ελπίδα ότι θα άλλαζε κάπως η εικόνα και θα περνούσαμε σε ευρωπαϊκές συνήθειες.

Να μπαίνεις δηλαδή σε μια καθαρή και απαστράπτουσα αίθουσα, να φτάνεις σαν άνθρωπος στο γκισέ για το τελικό  check in, να παραδίδεις τα σακβουαγιάζ σου σε υπαλλήλους με χαμόγελο, να περνάς ευδιάθετος από το free shop, να παίρνεις δυο πραγματάκια και να φτάνεις στις εξόδους αναχωρήσεων, περνώντας δίπλα από τις αρωματισμένες και καλοχτενισμένες υπαλλήλους ελέγχου εισιτηρίων.

Και φυσικά να ανεβαίνεις σε λίγο τις σκάλες του αεροπλάνου, ατενίζοντας τα θεόρατα φτερά με αναπτερωμένο ηθικό, πολύ δε περισσότερο όταν σε υποδέχονται στην είσοδο λυγερόκορμες αεροσυνοδοί με κερασένια χαμόγελα και καρφίτσες με χρυσαετούς στο πέτο, λίγο αριστερά από τις αέρινες μπλούζες με το διακριτικό μπούστο και τα αέρινα φουλάρια…

Κάπως έτσι συνέβαινε πιο παλιά στα αεροδρόμια και στα αεροπλάνα. Άλλαζε η διάθεσή σου με το ξεκίνημα. Ένιωθες τον αέρα του ταξιδευτή και σε έπιανε μια γλυκιά προσμονή, καθώς πίστευες στα λόγια του ποιητή για την πιο μεγάλη αξία του ταξιδιού, παρά του προορισμού.

Και τώρα τι; Φτάνεις στην αίθουσα με τα γκισέ, βλέπεις μια τεράστια ουρά με κόσμο που σέρνει βαλίτσες και βαλιτσάκια. Όλα τροχήλατα πλέον. Αν ήταν δυνατόν θα έβαζαν ρόδες και στα τσαντάκια με τους υπολογιστές και τα κινητά… Και φυσικά από δίπλα οι …λαθρο-ουριστές. Αυτοί δηλαδή που ξεφεύγουν από την ουρά και πάνε από δίπλα, λαθραία. Ένας μελαχροινός τυπάκος με καβουράκι ψάθινο και μια κυρία με καφένιο (εκ του νεσκαφέ) μαλλί έκαναν  δίπλα μας τους …τουρίστες, σφυρίζοντας αδιάφορα. Όταν τους είπα ότι υπάρχει ουρά από πίσω απόρησαν. “Νομίζαμε ότι εσείς είστε για το άλλο γκισέ…” απάντησε η κυρία με την καφετιά απόχρωση…  Τελικά συμμορφώθηκαν, αλλά πρέπει να φωνάξει κάποιος πρώτα, να γίνει κακός.

Είδα και άλλα άσχημα, όπως κάτι νεαρούς με σαγιονάρες και βερμούδες, που κοιμούνταν στα διπλά καθίσματα, αλλά αυτή τη φορά δεν έβαλα τις φωνές, παρότι με ενοχλεί πολύ αυτή η εικόνα.

Με τα πολλά δίνεις το σακβουαγιάζ, παίρνεις ένα φτωχό χαμόγελο κι ένα “καλό ταξίδι” και προχωράς για την έξοδο υπ΄αριθμ. 6. Τώρα εδώ, στο αεροδρόμιο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (εμείς έτσι θα το λέμε εσαεί), σε πάνε υποχρεωτικά από διαδρόμους – σαλίγκαρους για να περάσεις μέσα από το free shop. Αγοράσεις, δεν αγοράσεις… (Κατά το γνωστό ανέκδοτο “έρθεις, δεν έρθεις…”) Ξέρουν αυτοί. Σε περνάνε μέσα από  τις κολόνιες και τα είδη δώρων, οπότε, σου λέει, κάτι θα αρπάξουμε. Παλιά κόλπα από τα παζάρια της Θεσσαλίας, που τα εισήγαγαν τώρα οι πολυεθνικές ως πρωτότυπες μεθόδους μάρκετινγκ.

Η αναμονή για την επιβίβαση δεν είναι μεγάλη, αλλά ο κόσμος προσέρχεται ως κοπάδι στο σημείο ελέγχου εισιτηρίων. Εδώ να δείτε λαθρο-ουρίτες… Φτάνεις πια στο αεροπλάνο, από το οποίο μόλις κατέβηκαν οι προηγούμενοι και παρακολουθείς την όλη ατμόσφαιρα. Τώρα πλέον σχεδόν όλοι κουβαλούν τα τροχήλατα βαλιτσάκια (άμα δε και βαλιτσάρες) μέσα στο αεροπλάνο και προσπαθούν να τις τακτοποιήσουν στα ράφια, πάνω από τα κεφάλια μας. Και καλά μερικοί καλοταϊσμένοι νεαροί, που κάνουν το χατήρι της μαμάς και τρώνε τα πρωϊνά τις φέτες βουτύρου με μαρμελάδα, αυτοί με τη μια σηκώνουν και τακτοποιούν τις αποσκευές στα ράφια, αλλά κάτι κοπελίτσες, αδύναμες και νηστικές πως να υψώσουν αυτά τα τροχήλατα μπαούλα; Ήρθε και η αεροσυνοδός, βοηθήσαμε και οι γύρω, οπότε η βαλίτσα μιας χλωμής  και αδύνατης κοπέλας χώρεσε.

Και έτσι ηρέμησε η καημενούλα. Κάθισε στο διπλανό κάθισμα και κοιμόταν βαθιά σε όλο το ταξίδι. Μου ζήτησε και συγγνώμη, καθώς έγερνε πότε δεξιά και πότε αριστερά. Τι να την κάνεις; Μου είπε ότι δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Γυρνούσε με την παρέα της όλη νύχτα στα ωραία μπαράκια της ξελογιάστρας Θεσσαλονίκης.

Σε λιγότερο από μια ώρα φτάσαμε στον προορισμό. Όλα καλά. Η έξοδος και η αναχώρηση από το αεροδρόμιο του νησιού δεν είχε προβλήματα. Κάτι τεράστιοι γερανοί δουλεύουν νυχθημερόν  διότι οι αγοραστές – νέοι ιδιοκτήτες των  αεροδρομίων φτιάχνουν μεγάλες εγκαταστάσεις. Κάνουν επεκτάσεις, διότι προβλέπουν περαιτέρω αύξηση του τουρισμού στα νησιά. Επίσης έχουν νοικιάσει τους υπαίθριους χώρους σε διάφορες εταιρίες (κυρίως ενοικίασης αυτοκινήτων) με αποτέλεσμα, αν είσαι ντόπιος επισκέπτης του αεροδρομίου, να μην βρίσκεις θέση για παρκάρισμα. Παντού εκμετάλλευση χώρων και υπηρεσιών. Να μη χάνεται ούτε ευρώ, όπως λέει το σύγχρονο μάρκετινγκ, αντιγράφοντας τα πρότυπα των παζαριών του θεσσαλικού κάμπου.

Και αφού περνούν οι μέρες των διακοπών, χωρίς να ξέρεις πότε είναι Κυριακή, πότε Τετάρτη και πότε Σάββατο, έρχεται η μέρα της επιστροφής. Η χειρότερη μέρα, που λέει και το τραγούδι. Όχι γιατί δεν θα είναι ωραίες οι επόμενες μέρες του καλοκαιριού, αλλά και του Σεπτεμβρίου στην ερωτική Θεσσαλονίκη της 83ης Διεθνούς Έκθεσης, αλλά γιατί σκέφτεσαι και πάλι την ταλαιπωρία στο ταξίδι.

Ίδιες εικόνες στο αεροδρόμιο. Και ακόμη χειρότερα. Εκατοντάδες άτομα στις ουρές. Ξένοι οι περισσότεροι. Φεύγουν για όλα τα μέρη του κόσμου. Βλέπεις το ταμπλό του αεροδρομίου με τις πτήσεις και χάνεσαι. Βερολίνο, Λιέγη, Πράγα, Μίνσκ, Μπιλμπάο, Φιομιτσίνο…  Χαμός. Και στις εσωτερικές πτήσεις οι ουρές καλά κρατούν. Μπαίνουμε με τα πολλά στο αεροπλάνο της επιστροφής, μέσω Αθηνών, αλλά λόγω πυκνής εναέριας κυκλοφορίας καθυστερεί η αναχώρηση. Και υπάρχει φόβος να χάσουμε την άλλη πτήση από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη.

Ευτυχώς, που είχαμε διάφορα περιστατικά μέσα στο αεροπλάνο και πέρασε ευχάριστα ο χρόνος της αναμονής. Μια ψηλή μελαχρινή κοπέλα, γνωστής φυσιογνωμίας ( μάλλον μανεκέν), είχε μια μεγάλη τσάντα, με τούλι γύρω-γύρω. Μέσα στην τσάντα ένας ήρεμος, αλλά ολίγον βλοσυρός γάτος. Έρχεται η αεροσυνοδός και λέει στην κοπέλα ότι η τσάντα με τον γάτο πρέπει να μπει κάτω από τα πόδια της. Παρότι η κοπέλα είχε τις δέουσες αναλογίες, η τσάντα δεν χωρούσε από κάτω. Ένας κύριος, που είχε θέση δίπλα στην κοπέλα, (το 19 Β), εξανέστη. “Μα κοπέλα μου κι εσύ, τι τον κουβαλάς τον γάτο στα ταξίδια;” Εκνευρισμένη αυτή του απαντά: “Εσείς κύριε θα αντέχατε να μην δείτε το πιο αγαπημένο σας πλάσμα μια βδομάδα; ”

Τι να πει ο άνθρωπος; Εσιώπησε και άλλαξε θέση. Ευτυχώς που υπήρχε μια κενή πιο πίσω. Και στη θέση του κάθισε δεμένο με πρόσθετες ζώνες το τυχερό πλάσμα της δεσποινίδας.

Εγώ δεν έλαβα μέρος στην αντιπαράθεση. Έτρωγα μπακλαβαδάκια, που με κερνούσε η διπλανή κυρία, η οποία είχε αγοράσει αρκετά κουτιά με διάφορα γλυκά, που όμως δεν χωρούσαν στα ράφια των αποσκευών και έτσι υποχρεώθηκε να τα βάλει κάτω από το κάθισμα ή να τα ξαλαφρώσει, βοηθούντος και εμού.

Και έτσι πήραμε και μια γλύκα από τα αεροπορικά ταξίδια της ταλαιπωρίας…