Σηκώνομαι 7.30 χωρίς ρολόϊ. Πρωϊνό ντουζάκι με χλιαρό νερό και αφρόλουτρο από βότανα του δάσους, κυρίως χαμομήλια, ρούμπαλα, ασφάκα, αλίσφακο, σπιρδούκλια και άγριο φασκόμηλο μπερδεμένο με λαψάνες και μοσχοπαπαδιές…
Μετά στην κουζίνα. Πρωϊνό με τσάϊ του βουνού, παραγωγής του συναδέλφου Νίκου Ασλανίδη στην πίσω μεριά του Βερμίου, που έχει εκπληκτικά συστατικά και καταπολεμά δραστικά τα συμπτώματα της νόσου Αλτσχάϊμερ, όπως διαβεβαιώνει ένας σπουδαίος Σουηδός επιστήμονας, το όνομα του οποίου έχω ξεχάσει… Η περίπτωση της παραγωγής του τσαγιού αυτού μάλιστα μοιάζει με Αληθινό Σενάριο, που κάποια στιγμή πρέπει να το κάνει ντοκιμαντέρ η ΕΡΤ 3 προς τιμήν του Νίκου.
Στο πρωϊνό δεν χρησιμοποιώ ετοιματζήδικα δημητριακά και τα τοιαύτα, διότι εμπεριέχουν συντηρητικά και ζάχαρη, όπως γράφουν τα ιατρικά site. Βάζω μπουκίτσες ψωμιού ολικής άλεσης και τριμμένο σουσάμι, αντί για τυποποιημένο ταχίνι. Επίσης βάζω ένα εκπληκτικό μείγμα καλαμποκάλευρου με Μάκα Αμαζονίου, αντί για χαμοκούκι, που μας έδιναν στο χωριό. Το Μάκα μου το σύστησε ένας φίλος λέγοντάς μου:
“Πάρε το Μάκα και θα νοιώσεις φοβερή ευεξία.”
Του απαντώ: “Θα το πάρω αλλά αν δεν νοιώσω θα σε βρίσω. Θα είσαι ένας πραγματικός Μακά-κας…”
Τέλειο το πρωϊνό και ωραίος ο Μάκας…
Αμέσως μετά καφές. Ελληνικός ενάμιση + δυόμιση. Το έλεγα στις καφετέριες και οι κοπέλες δεν καταλάβαιναν. “Ενάμιση κουταλάκι καφές και δυόμιση φλιτζανάκια νερό”, καλή μου. “Τι δεν καταλαβαίνεις;”
Μερικές νόμιζαν ότι εννοούσα καφέ με ενάμιση τοις εκατό καφεϊνη…
Παίρνω τον καφέ και κάθομαι για μια περιδιάβαση στα κανάλια με τις πρωϊνές ενημερωτικές εκπομπές. Τα περνάω βιαστικά, αφού όλοι λένε περίπου τα ίδια. Σταματάω για λίγο στον Βερύκιο, αλλά τον ακούω να μαλώνει αυστηρά τους συνταξιούχους και χαλιέμαι. Ευτυχώς, που τον φρενάρει η Τσιμτσιλή και αλλάζει θέμα, πηγαίνοντας στο masterchef. Άμα δεν μάθω τις εξελίξεις στα τελευταία επεισόδια του masterchef χαλάει η διάθεσή μου για όλη την ημέρα…
Φεύγω αστραπιαία και πάω στον δικό μας, τον Παπαδάκη, που αναφέρεται στη γενιά μας και λέει “νέοι άνθρωποι…”
“Έτσι μπράβο δικέ μου”, αναφωνώ και περνάω πλέον στο γραφείο του σπιτιού με τον υπολογιστή για έναν νέο κύκλο περιδιάβασης μέσω διαδικτύου στα περίεργα και απρόβλεπτα τούτου του μάταιου κόσμου και του άδικου καραντουνιά.
Διαβάζω αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, διαβάζω ανέκδοτα, διαβάζω λογοπαίγνια, διαβάζω ατάκες, διαβάζω μπινελίκια, διαβάζω άρθρα και αρθρίδια, διαβάζω τα πάντα. Και αντί να μου βγει ένα χαμόγελο, να σκάσει λίγο το χειλάκι, τελικά μελαγχολώ. “Που βρέθηκε τόση εξυπνάδα, τόση οξυδέρκεια και τόση φαντασία σε μια τόσο μικρή χώρα;” αναρωτιέμαι.
Η ώρα πάει 11.00 και με ζώνουν οι ανησυχίες. Η καρέκλα του γραφείου σαν να έχει αγκάθια. Πρέπει να σηκωθώ, αλλά που να πάω; Αφού με μαλώνουν ακόμα και οι φίλοι όταν πάω βόλτα.
Βγαίνω στο μπαλκόνι και πέφτω πάλι σε θέαμα. Σε ένα από τα απέναντι διαμερίσματα μια νεαρή κυρία κάνει γυμναστική με το μαγιό και με ανοιχτές κουρτίνες. Με τον εγκλεισμό είναι μια καλή λύση η γυμναστική, σκέφτομαι. Κάνει ότι χορεύει κιόλας η κοπέλα, σαν την Κατερίνα Στικούδη στην πίστα. Πάντα ανοιχτές είναι οι κουρτίνες της γειτόνισσας. Μάλλον από φιλοσοφία ή μόδα… Προφανώς για να μπαίνει άπλετο φως και να είναι ζεστός ο ήλιος. Η ίδια κυκλοφορεί πιο πολύ με ρόμπες, που συνήθως είναι ανοιχτές. Μερικές φορές ξεχνιέται και κυκλοφορεί και με κομπινεζόν… Όλο ξεχνιέται αυτή η κοπέλα. Έτσι μου έρχεται να της στείλω τσάϊ του βουνού…
Αλλά προς το παρόν ξαναμπαίνω στο γραφείο του σπιτιού για να μην γίνω κι εγώ …ρόμπα και αρχίζω να γράφω.
Τι άλλο να κάνεις, αφού δεν μας αφήνουν να βγαίνουμε από το σπίτι; Κι εγώ ως καλός και υπάκουος συνταξιούχος συμμορφώνομαι…