Το οδοιπορικό της ανυπομονησίας και της αγωνίας για το πως είναι σήμερα οι πόλεις και τα χωριά των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου συνεχίζεται προς βορρά, αφήνοντας πίσω την όμορφη περιοχή των Αγίων Σαράντα.

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

Περνάμε τις διασταυρώσεις με τους κύκλους χωρίς φανάρια, που έχουν γίνει κανόνας στους δρόμους όλης της Αλβανίας και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε προς το Αργυρόκαστρο, έχοντας αριστερά μας την οροσειρά της Ιλλυρίας, που στην περιοχή της Χειμάρας έχει την ονομασία Κεραύνια Όρη με ύψος 2.012 μέτρα, ενώ από δεξιά μας υψώνονται οι γυμνές προεκτάσεις της Πίνδου προς βορρά στο αλβανικό έδαφος.

Σε μερικά σημεία συναντάμε τον ποταμό Αώο, ο οποίος διασχίζει όλη την νότια Αλβανία, δημιουργώντας μια εύφορη κοιλάδα και εκβάλλει πιο πάνω από τον Αυλώνα, σχηματίζοντας ένα τεράστιο δέλτα, που αποτελεί προστατευόμενη περιοχή υγροτόπων της Natura.

Ο δρόμος είναι αρκετά καλός, σχετικά καινούργιος με τρεις λωρίδες (όχι διπλός) και μετά την διέλευση των βουνών συναντά την κεντρική οδική αρτηρία Κακαβιάς – Τιράνων.

Οι περισσότερες εκτάσεις παραμένουν ακαλλιέργητες και μόνο μερικά κοπάδια προβάτων βόσκουν ανέμελα σε φθινοπωρινά λιβάδια.


Αργυρόκαστρο: Σπίτια έρημα, αλλά η αγορά βιτρίνα

Η διασταύρωση Αργυροκάστρου δεν σε προδιαθέτει ότι θα συναντήσεις κάποια αξιόλογη πόλη. Κοιτάζοντας αριστερά σου προς την πλαγιά του βουνού ανοίγεται μπροστά σου μια πανέμορφη πόλη, κτισμένη αμφιθεατρικά.

Η ευχάριστη αίσθηση όμως κρατάει πολύ λίγο γιατί αμέσως μετά βλέπεις ότι τα πιο πολλά σπίτια και μεγαλύτερα κτίρια είναι στην εγκατάλειψη και την ερήμωση.

Αρκετά χάσκουν με ανοιχτά παράθυρα, θυμίζοντας σκοτεινές εποχές του ολοκληρωτικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα, που εξανάγκαζε τους ανθρώπους να δουλεύουν σαν είλωτες και να στεγάζονται σε απρόσωπα κτίρια, καλύπτοντας μόνο στοιχειώδεις ανάγκες.

Το Αργυρόκαστρο βρίσκεται πάνω από μια κοιλάδα ανάμεσα στο Πλατοβούνι και τον ποταμό Δρίνο, σε υψόμετρο 300 μέτρων με περίπου 40.000 κατοίκους, σύμφωνα με αισιόδοξες απογραφές. 

Το Αργυρόκαστρο έχει σημαντική ελληνική μειονότητα, που αριθμούσε 4.000 άτομα το 1989, επί συνολικού πληθυσμού 30.000 τότε, αν και Έλληνες εκπρόσωποι έχουν υποστηρίξει ότι σε ποσοστό 34% της πόλης είναι Έλληνες.

Το Αργυρόκαστρο θεωρείται το κέντρο της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Δεδομένου του μεγάλου ελληνικού πληθυσμού στην πόλη και στη γύρω περιοχή, υπάρχει και λειτουργεί εδώ ελληνικό προξενείο.

Στην πόλη δεσπόζει το κάστρο, όπου κάθε πέντε χρόνια διεξάγεται το Εθνικό Φολκλορικό Φεστιβάλ του Αργυρόκαστρου.

Η πατρίδα του Ενβέρ Χότζα και του Καντερέ

Εδώ έχουν γεννηθεί ο κομμουνιστής ηγέτης Ενβέρ Χότζα, αλλά και ο σημαντικός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ.

Το μεταπολεμικό Κομμουνιστικό καθεστώς ανέπτυξε την πόλη ως εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Αναβαθμίστηκε σε μουσειακή πόλη, λόγω του Ενβέρ Χότζα, που γεννήθηκε εδώ το 1908. Το σπίτι του μετατράπηκε σε μουσείο.

Ωστόσο, η κατεδάφιση του μεγάλων διαστάσεων αγάλματος του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα στο Αργυρόκαστρο, από παράγοντες του τοπικού ελληνικού στοιχείου σήμανε και συμβολικά το τέλος της σοσιαλιστικής λαϊκής δημοκρατίας.

Το Αργυρόκαστρο υπέφερε από πολλά οικονομικά προβλήματα, μετά τον τερματισμό της κομμουνιστικής εξουσίας το 1991. Την άνοιξη του 1993 η πόλη έγινε κέντρο ανοιχτών συγκρούσεων μεταξύ της Ελληνικής μειονότητας και της Αλβανικής αστυνομίας.

Η πόλη επλήγη ιδιαίτερα από την κατάρρευση το 1997 μιας τεράστιας «οικονομικής πυραμίδας», που αποσταθεροποίησε το σύνολο της Αλβανικής οικονομίας. Η πόλη έγινε εστία μιας εξέγερσης κατά του Σαλί Μπερίσα

Έγιναν βίαιες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, που τελικά τον ανάγκασαν να παραιτηθεί. Στις 16 Δεκεμβρίου 1997 το σπίτι του Χότζα έπαθε ζημιές από επίθεση αγνώστων αλλά στη συνέχεια αποκαταστάθηκε.

Μπροστά βιτρίνα και πίσω ερημιά

Τώρα η νέα κατάσταση στην Αλβανία με τον επικοινωνιακό πρωθυπουργό Έντι Ράμα προσπαθεί να φτιάξει νέα βιτρίνα στο Αργυρόκαστρο.

Διαμόρφωσε μια μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία στην είσοδο μέχρι την οποία φτάνουν τα τουριστικά λεωφορεία. Οι επισκέπτες αποβιβάζονται και ανηφορίζουν με τα πόδια στα σοκάκια με τα είδη δώρων και τα παραδοσιακά αγροτικά προϊόντα. Μια γειτονιά – βιτρίνα για την πόλη, που άλλοτε είχε γνωρίσει στιγμές ακμής και ποόδου.

Στην κορυφή της πλατείας, μπροστά στο ξενοδοχείο “ARGYRO”, που εκπέμπει ελληνικές μνήμες, μερικές γυναίκες βαλκανικής προέλευσης χορεύουν ηπειρωτικο-αλβανικο-μακεδονικούς σκοπούς, δίνοντας σόου επί παραγγελία.

Όσο και να προσπαθούν οι λαϊκοί οργανοπαίχτες, οι χειροτέχνες και οι κοπέλες των καταστημάτων να δώσουν έναν τόνο αισιοδοξίας και προοπτικής, το Αργυρόκαστρο μοιάζει πληγωμένο πάνω από τα κίτρινα χωράφια της κοιλάδας, που τα περισσότερα έχουν εγκαταλειφθεί.

Και εδώ όλη η αναπτυξιακή προσπάθεια εξαντλείται στον τουρισμό με ένα σύνθημα του τύπου “ελάτε, διαλέχτε, ψωνίστε, να σας τα πάρουμε…”

Και κουτσά – στραβά συνεννοούνται με όλους. Λίγα ελληνικά, λίγα αγγλικά, λίγα γερμανικά και η αγορά δουλεύει. Ακόμη και στην πύλη ενός νέου – υπόγειου πάρκινγκ οι υπάλληλοι και οι αστυνομικοί μας μιλούν ελληνικά, διευκολύνοντας την έξοδό μας.

Το Τεπελένι, που μαραζώνει με λιγοστό κόσμο

Φεύγουμε με μια απροσδιόριστη μελαγχολία, συνεχίζοντας το οδοιπορικό προς βορράν για να συναντήσουμε το Τεπελένι. Μου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό το τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίου με το στίχο “Τεπελένι και Αυλώνα της Ελλάδας αρραβώνα…” από τον δίσκο “Τα τραγούδια της γης μου”. Πονεμένο τραγούδι, όπως και όσα θα αισθανθούμε φτάνοντας στην πόλη των 5.000 κατοίκων, που μαραζώνει με μερικά τριτοκοσμικά καφενεία και ελάχιστο κόσμο στους δρόμους.

Βρίσκουμε έναν καλοσυνάτο και φτωχοντυμένο Αλβανό, που μιλούσε ελληνικά, αφού είχε “θητεύσει” επί χρόνια στις ελληνικές οικοδομές και τώρα γύρισε στο Τεπελένι ανοίγοντας καφενείο.

Μας έδειξε απέναντι στις πλαγιές του βουνού το Χόρμοβο, χωριό του Αλή Πασά και μας είπε να δούμε και το κάστρο του, λίγο πιο κάτω από το καφενείο. Όντως προχώρησα και ω της εκπλήξεως βλέπω πάνω στον τοίχο του κάστρου την επιχρυσωμένη προτομή του Λόρδου Βύρωνα. Προφανώς πριν έρθει στην Ελλάδα και στο Μεσολόγγι ο λόρδος ποιητής είχε επισκεφθεί τον Αλή στο κάστρο

Πράγματι στο κάστρο του Τεπελενίου ο Λόρδος Βύρων συνάντησε τον Αλή Πασά το 1809 και τον έκανε διάσημο στη Δυτική Ευρώπη μέσα από το ποίημά του “Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ”. Το 1847 ο Βρετανός συγγραφέας Έντουαρντ Λίαρ επισκέφτηκε την πόλη και κατέγραψε τα ερειπωμένα κτίρια.

Παρηγορήθηκα λίγο προχωρώντας στην άδεια από κόσμο πλατεία του Τεπελενίου, ονομασία, που σημαίνει “τόπος της Ελένης”, καθώς μπροστά μου είδα έναν σχετικά καινούργιο χριστιανικό ναό και δίπλα μερικούς ανθρώπους, που έβγαιναν και πήγαιναν στο κοντινό καφενείο. Λίγο αργότερα είδα ότι πήραν θέσεις σε ένα μακρύ τραπέζι λυπημένοι και κατηφείς. Είχαν μάλλον μνημόσυνο για κάποιον δικό τους άνθρωπο.

Η ζωή εδώ δεν τρέφεται από τον τουρισμό. Μερικές στάνες πιο πέρα και σκόρπια πρόβατα στα χωράφια προδίδουν ότι κύρια απασχόληση είναι η κτηνοτροφία και ως ένα βαθμό η γεωργία.

Καθώς δεν υπάρχουν περιθώρια για αισιοδοξία συνεχίζουμε το ταξίδι με βορειοδυτική κατεύθυνση και προορισμό την Αυλώνα.

(Στο επόμενο Αυλώνας, Χειμάρα και μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον π. Γενικό Πρόεδρο της “Ομόνοιας” Λεωνίδα Παππά)