Γράφει ο Νίκος Δημαράς

 

Για μια ακόμη φορά η Θεσσαλονικιά δημοσιογράφος και συγγραφέας Μαρία Τσακίρη κατάφερε να προκαλέσει αισθήματα συγκίνησης και κορύφωσης της ανθρώπινης ευαισθησίας απέναντι σε δραματικά γεγονότα με την παρουσίαση του νέου βιβλίου της με τίτλο “ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ” το βράδυ της Παρασκευής στην αίθουσα του Public.

 

Με έναν καταιγιστικό τρόπο αφήγησης και με άμεσες ριπές ρεαλιστικού και συνάμα σκληρού, αλλά πονεμένου λόγου, η Μαρία Τσακίρη έφερε ξανά στην επιφάνεια τα δραματικά γεγονότα της πολύνεκρης ομηρείας σε σχολείο της Βόρειας Οσετίας τον Σεπτέμβριο του 2004. Κόντρα στη λήθη και το “κουκούλωμα” των ανθρώπινων τραγωδιών η συγγραφέας καταπιάνεται από τα γεγονότα εκείνης της εποχής, παρακολουθεί την μετέπειτα πορεία διασωθέντων παιδιών, κατακεραυνώνει τους θιασώτες της βίας και της τρομοκρατίας, είτε είναι αυτοαποκαλούμενοι αντάρτες, είτε κρατικά συστήματα καταστολής και βγάζει πανανθρώπινα διδάγματα ανθρωπιάς και ελπίδας.

Πέρα από την βαρύτητα αυτών καθεαυτών των γεγονότων, που καταγράφονται στο βιβλίο, υπάρχει και η ανάδειξη των συνεπειών και των συνακόλουθων καταστάσεων, που ζουν οι ήρωες του βιβλίου, αλλά και γενικά οι λαοί ανατολικών χωρών και επαρχιών ή ομόσπονδων Δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με το ξεσπίτωμα, την φυγή προς την δύση, το εμπόριο λευκής σαρκός, τη διακίνηση ναρκωτικών και την ισοπέδωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

 

Ιδιαίτερη σημασία έχει η σύνδεση πραγματικών γεγονότων και στοιχείων μυθοπλασίας, που γίνεται με αρμονικό και επιτυχή τρόπο, ώστε να κρατούν τον αναγνώστη καθηλωμένο, καθώς περιδιαβαίνει εναγωνίως τις 460 σελίδες του βιβλίου. Άλλωστε η συναρπαστική γραφή της Μαρίας Τσακίρη είναι γνωστή και από το προηγούμενο βιβλίο της με τίτλο “ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ”, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία.

 

Εξαιρετική ήταν και η συνολική εικόνα της παρουσίασης του βιβλίου με τον συντονισμό της δημοσιογράφου Νατάσας Μποζίνη, τις ομιλίες του δικηγόρου Στράτου Τρυπάνη και των δημοσιογράφων Σοφίας Προκοπίδου και Γιάννας Τσατσάνη και τις παρεμβάσεις ανθρώπων από το χώρο της λογοτεχνίας και της δημοσιογραφίας.

 

 

Μεταξύ αυτών, που παρέστησαν στην παρουσίαση ήταν ο πρώην Δήμαρχος Καλαμαριάς Χριστόδουλος Οικονομίδης, που χαιρέτισε την εκδήλωση και ο γενικός γραμματέας του ίδιου Δήμου Δημήτρης Λέκκας, που συνεχάρη την συγγραφέα με συγκινητικά λόγια.

 

Πως πήρε την απόφαση η Μαρία για να γράψει το βιβλίο

Σε μια από τις συνεντεύξεις της η Μαρία Τσακίρη στο EKMAG.GR αναφέρεται στο βιβλίο και σημειώνει:

“Ήταν 1η Σεπτέμβρη του 2004, όταν η είδηση για την κατάληψη του Σχολείου Νούμερο 1 του Μπεσλάν από ένοπλους τρομοκράτες από τη γειτονική Τσετσενία, έστρεψε τα βλέμματα του πλανήτη σ’ αυτήν τη μικρή αγροτική πόλη της Βόρειας Οσετίας. Μετά από τρεις δραματικές ημέρες ομηρίας αποφασίστηκε η επέμβαση του στρατού με βαρύ οπλισμό, με αποτέλεσμα κατά την ανταλλαγή πυρών να καταρρεύσει η φλεγόμενη οροφή πάνω σε παγιδευμένους ομήρους. 385 άνθρωποι, ανάμεσά τους 186 παιδιά έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτήν την παρανοϊκή ομηρία, που με τα πιο μελανά χρώματα κατέγραψε η ιστορία εκείνη τη θλιβερή μέρα του Σεπτέμβρη.

Ακριβώς ένα χρόνο μετά την τραγωδία συνοδεύω το γιο μου στην πρώτη του μέρα στο σχολείο, στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς. Τα παιχνίδια του μυαλού μου δημιούργησαν μια περίεργη φοβία όταν είδα έναν άντρα ντυμένο με στρατιωτικά ρούχα και άρβυλα να πλησιάζει. Αγκάλιασα τον γιο μου κι έκανα ένα βήμα πίσω φοβούμενη πως ίσως κάτι άσχημο συμβεί. Εννοείται πως δε συνέβη τίποτε και ο άνθρωπος εκείνος απλά συνόδευε το δικό του παιδί στο σχολείο. Κάπως έτσι ξεκίνησα να ψάχνω υλικό για το Μπεσλάν δημιουργώντας ένα φάκελο στην επιφάνεια εργασίας μου, που συνεχώς εμπλούτιζα με καινούρια στοιχεία. Μέχρι που βρέθηκα αντιμέτωπη με μία γκρίζα φωτογραφία που βρήκα στο διαδίκτυο. Έμεινα για ώρα να κοιτώ τσαλαπατημένα και καμένα παιδικά παπούτσια ανάμεσα σε φλεγόμενα ξύλα και διαμελισμένα κορμιά. Ήταν η στιγμή που στο μυαλό μου δημιούργησα ένα σενάριο, λες και παρακολουθούσα ταινία. Μ΄ αυτήν την ταινία κοιμόμουν και ξυπνούσα για καιρό …
Η απόφαση έγινε μονόδρομος, όταν πληροφορήθηκα τυχαία από έναν γνωστό με καταγωγή από το Βλαδικαυκάς, πως κάποιο παιδί από το Μπεσλάν που γνωρίζει επισκέφθηκε την Νάξο.

Αυτή η είδηση από μόνη της περιέκλειε μεγάλη αισιοδοξία μέσα της και μου έδωσε μεγάλη χαρά. Για μένα σήμαινε πως αυτό το παιδί κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του, να αποτινάξει από τις πλάτες του το σύνδρομο του επιζώντα και να κοιτάξει μπροστά. Να αφήσει πίσω του τις στοιχειωμένες αναμνήσεις και να δημιουργήσει καινούριες υγιείς εικόνες στο μυαλό του, εδώ στην Ελλάδα. Σκέφτηκα πως ίσως και άλλα παιδιά θα το κατάφεραν κι έτσι η έρευνά μου εντάθηκε. Σκοπός μου ήταν, καθώς έγραφα τις πρώτες αράδες του «Θλιμμένου Σεπτέμβρη», να προσπαθήσω να κάνω τον αναγνώστη να εισπράξει αυτό το αισιόδοξο μήνυμα. Αν το κατάφερα θα φανεί από τα μηνύματα που θα εισπράξω.”