“Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα…”

………………………………………………..

Γέμισαν τα κοινωνικά δίκτυα από ποίηση αυτό το διήμερο και όλοι μιλούν για μια σπουδαία Ελληνίδα, που μπόλιασε την ψυχή μας με συναίσθημα και φιλοσοφία μαζί, αλλά έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, αντιμετωπίζοντας τον θάνατο με ευθύτητα και παλικαριά.

Η Ελλάδα αποχαιρετά με ποίηση και βαθιά συγκίνηση την Κική Δημουλά, που άφησε την τελευταία της πνοή το Σάββατο, λίγο πριν τις 6.00 το απόγευμα, σε ηλικία 89 ετών.

Η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν, σε ιδιωτικό θεραπευτήριο των Αθηνών, με αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα. Ο θάνατός της σκόρπισε θλίψη όχι μόνο στους οικείους της, στα παιδιά και στα εγγόνια της, αλλά και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία.

Ίσως είναι από τις πολύ λίγες φορές, που τόσοι πολλοί άνθρωποι εκφράζονται με συγκίνηση για την απώλεια μιας σπουδαίας ποιήτριας. Φαίνεται ότι κατά βάθος η ελληνική κοινωνία όχι μόνο σέβεται την ποιοτική ποίηση, αλλά έχει εμβαπτιστεί σε μια καλύτερη κουλτούρα από αυτήν, που παρουσιάζουν πολλά μέσα ενημέρωσης.

Η Κική Δημουλά έχαιρε της εκτίμησης όλων για τις δυνατές αλήθειες, που έβγαιναν από τις λέξεις της, αλλά και για την μαεστρία με την οποία σε έβαζε στο πνεύμα των σκέψεων και των νοημάτων.

Ο φόβος του θανάτου και το σώμα

Σε μια συνέντευξή της είχε μιλήσει για τον φόβο του θανάτου, πιστεύοντας πιο πολύ στο σώμα και όχι στη διαιώνιση της ψυχής. Εδώ ένα απόσπασμα:

“Το σώμα από μέσα έχει μια μηχανή που είναι ζωντανή και που δεν θέλει να πεθάνει. Αυτό είναι βέβαιο, το σώμα δεν θέλει να πεθάνει. Ας μη μιλήσουμε για την ψυχή. Εγώ το σώμα γνωρίζω. Και νομίζω αυτό έχει γράψει και τα ποιήματα, αυτό προδίδει, αυτό έχει κάνει τους φόνους, αυτό αφοσιώνεται. Αυτό. Όλα τα κάνει το σώμα. Με λίγη βοήθεια αυτού που λέγεται νους… Ξέρετε, έχω βρει κάτι που με ενθουσιάζει και θα το λέω παντού και πάντα. Μπορώ να πω ό,τι θέλω, όσο τολμηρό ή αποτυχημένο και αν είναι. Πάντα όμως θα λέω στο τέλος «δεν πειράζει, μισή ντροπή δική μου, μισή του θανάτου». Αυτή είναι η απαλλαγή και η αθώωσή μου.”

Όταν ρωτήθηκε αν φοβάται το θάνατο απάντησε:

“Υποπτεύομαι ότι αναπτύσσει κανείς, όχι συχνά, μια έκτακτη γενναιότητα, προκειμένου να επισπεύσει κάτι που πολύ φοβάται, ίσως για να απαλλαγεί το ταχύτερο δυνατόν απ’ αυτόν το φόβο. Το ανυπόφορο. Όπως είναι ο φόβος του θανάτου, που λέγαμε και νωρίτερα. Με ρωτάτε τι φοβάμαι εγώ. Μα τι άλλο; Ότι θα χάσω ένα γνώριμο, ένα συνεχώς ψευδόμενο και πολυαγαπηθέν. Τίποτα για χάρη ενός άλλου, άγνωστου και ειλικρινέστατου – φευ- τίποτα.”

Και καταλήγοντας με μια ρουφηξιά ακόμα τσιγάρο και μάτια χαμογελαστά να ομολογεί ότι το μόνο που δεν έχει καταλάβει ως τώρα από τη ζωή είναι γιατί πεθαίνουμε…

Η κηδεία δημοσία δαπάνη

Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, σε συνεργασία με τον υπουργό Εσωτερικών Τάκη Θεοδωρικάκο και τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, ανακοινώνουν ότι η κηδεία της μεγάλης ποιήτριας Κικής Δημουλά θα γίνει δημοσία δαπάνη ως ελάχιστος φόρος τιμής, αναφέρει σχετική ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.

«Η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού αποφάσισε ότι θα ακολουθήσει μια σειρά εκδηλώσεων για να τιμηθεί η μνήμη της και το έργο της», προσθέτει η ίδια ανακοίνωση.

Η Κική Δημουλά γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα όπου κι έζησε. Παντρεύτηκε τον πολιτικό μηχανικό και ποιητή ‘Αθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος επί 25 χρόνια. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2015 αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτορα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες – αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,ιταλικά, σουηδικά κ.ά.

Το πολυβραβευμένο έργο της έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες και τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις που ξεκινούν από το 1972, με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου». Με το ίδιο βραβείο τιμήθηκε το 1989 για τη συλλογή της «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης». Το 2001 τής απονεμήθηκε το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της, και Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής, από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.

Το 2009, τιμήθηκε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, ενώ το 2010 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της.

Μια αποκαλυπτική αυτοβιογραφία

Το 2010, με την ευκαιρία της βράβευσης της με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του ποιητικού και του πεζού έργου της η Κική Δημουλά έγραψε αυτοβιογραφούμενη:

«Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης.

Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου.Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα.

Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931. Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το «παιδί θαύμα». Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο «πρέπει να εργαστείς», και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια. Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή ‘Αθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω. Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης.

Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι «γιαγιά». Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ΄ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου. Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα. Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής.

Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία. Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου».