Σκεφθήκατε ποτέ να ξυπνήσετε ένα πρωί και να πλησιάσετε στον καθρέφτη για να χτενιστείτε και ξαφνικά απέναντι σας βλέπετε τον Κωνσταντίνο Καβάφη..
Εκείνος όχι μόνο σας καλημερίζει, αλλά αποζητάει ν ανοίξει κουβέντα μαζί σας.

Σαν όνειρο μου φαίνεται, από τα σπάνια που μπορεί να συμβούν. Και όμως ! Και όμως υπάρχει μια συγγραφέας που συνάντησε στον καθρέφτη της,τη διάσημη ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα και μίλησε μαζί της για ιστορίες, για κοινωνίες, για πολλά και διάφορα σχετικά με την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση.

Γράφει ο Νίκος Βολωνάκης

Συγγραφέας του συναρπαστικού αυτού διαλόγου είναι η Θεσσαλονικιά Λίζα
Διονυσιάδου, που έχοντας θητεύσει στην Ρωσία -σπούδασε αρχιτεκτονική στη Μόσχα- και βέβαια γνώρισε το έργο της Αχμάτοβα, τις δυσκολίες,τους καημούς, τις προσωπικές ιστορίες που κρατάει ο καθένας μέσα του και δέχθηκε να εξομολογηθεί μπροστά της, σχεδόν 100 χρόνια από το απόγειο της δόξας της.

Η Άννα Αχμάτοβα υπήρξε μεγάλη ποιήτρια που έζησε πλάι στον Μαγιακόφσκι, στον Σεβεριάνιν η τον Πούσκιν η τον αρχιτέκτονα Τάτλιν στην Πετρούπολη, όπου παντρεύτηκε τον Νικόλαι Πούνιν και συμβίωσε με τον μουσικό Λουριέ, εκπρόσωπο της φουτουριστικής πρωτοπορίας κλπ. Έχει τόσα πολλά να αφηγηθεί, ακόμα και μέσα από το τζάμι του καθρέφτη. Μια ζωή γεμάτη έρωτες, κοινωνικούς κραδασμούς πίκρες και απελπισίες.

-Νομίζω ότι είχατε πει πως η κουλτούρα και η μόρφωση μιας γυναίκας μετριέται
με τον αριθμό των εραστών της; Έτσι δεν είναι;

-Ναι, το είπα.Και το πίστευα, τότε. Ξέρετε, όταν η ζωή σου είναι πικρή, ζητάς με
μανία κάτι να σου την γλυκάνει κι ας είναι ψευδαίσθηση.Μάλλον Γι αυτό το
Σοβιετικό κράτος μαζί με το αλογίσιο κρέας μας έδινε και μια πλάκα σοκολάτα.
Αστειευόμασταν λέγοντας πως η σοκολάτα ήταν το σεξ που έκανε μαζί μας το
κράτος. Προσπαθούσε να γλυκάνει την πίκρα της νέας μας καθημερινότητας.Δεν
τα κατάφερε.Όπως και οι έρωτες μου δεν κατάφεραν να γλυκάνουν τη μέσα μου
πίκρα.

-Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά.Υπάρχουν ελευθερίες..

-Ελευθερίες, μορφάζει η Άννα, αυτά που εσείς ονομάζετε ελευθερίες δεν είναι παρά
μικρά διαλείμματα στη βία και τον τρόμο.Για τη χώρα μου τουλάχιστον αυτό είναι
κανόνας.Είμαστε παράξενος λαός εμείς οι Ρώσοι…

– Πάμε Άννα, αποκρίθηκα εγώ, μας περιμένουν.Έχουμε ακόμη να περάσουμε απ το
ορισμένο μέρος, όπου ο καθένας έδωσε τα δικά του, άλλος έρωτα, άλλος ψέμα, τρυφεράδα,σκέψη,λογικό,αλήθεια,έχθρα,τη γη κι ένας έδωσε τον ήλιο Άννα. Να
ανοίξουμε περάσματα. Εκεί που το μέρος είναι κακοτράχαλο και δύσκολο.

Δυο γυναίκες, ανήμπορες να αισθανθούν τη γαλήνη ως το τέλος, σαν να πίστευαν
ότι δεν τους ταίριαζε. Διακατέχονται από τύψεις για το ότι δεν έκαναν όσα θα μπορούσαν να είχαν κάνει, αλλά την ίδια στιγμή κατακλύζονται από επιείκεια για τις ανθρώπινες συμπεριφορές.

Από μια μεριά είναι αλήθεια, αν είσαι δίκαιος και αντικειμενικός κριτής. Από την άλλη, πρέπει να λάβεις υπ όψη σου ότι η πνευματική ιντελιγκέντσια δεν είναι δυνατό να καταφέρει από μόνη της κάτι που χρειάζεται και την ριψοκίνδυνη τόλμη μιας ηγεσίας πολιτικών, που θα παίξουν το κεφάλι τους αν χρειαστεί να  επιτευχθεί ο στόχος…

Ξαναγύρισα στο δωμάτιό μου και γύρισα στον καθρέφτη μου,όπου με περίμενε ο Καβαφης, ο ίδιος και τον άκουσα να παραλογίζεται στους σκοτεινούς στίχους του ποιήματος για τον Μύρη:

Και σκεπτόμουν που οι συγκεντρώσεις μας και οι εκδρομές
     χωρίς τον Μύρη δεν θ αξίζουν πια
     και σκεπτόμουν που πια δεν θα τον δω
     στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
     να χαίρεται και να γελά και ν απαγγέλει στίχους
     με την τέλεια του αίσθηση του ελληνικού ρυθμού
     και σκεπτόμουν που έχασα για πάντα
     την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
     τον νέον που λάτρευα παράφορα.

Το βιβλίο της Λίζας Διονυσιάδου,από τις  εκδόσεις “Εύμαρος” έχει τίτλο “Η Αχμάτοβα
στον καθρέφτη μου” και είναι το ένατο βιβλίο της συγγραφέως.