Σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κυβερνήσεις η δικαιοσύνη αποτελούσε έναν ευαίσθητο, συνάμα δε και εύπλαστο χώρο, μέσα από τον οποίο πολλές ηγεσίες έβρισκαν τρόπους για να πετύχουν μεθοδευμένα πλήγματα κατά πολιτικών αντιπάλων ή να προσποριστούν ποικίλα οφέλη και να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή συμφέροντα.

 

Γράφει ο Νίκος Δημαράς

Από την αρχή πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η ηγεσία της δικαιοσύνης, δηλαδή πρόεδρος και εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδροι του Συμβουλίου Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επιλέγονται από την εκάστοτε κυβέρνηση με πρόταση, που φέρνει στο υπουργικό συμβούλιο ο υπουργός Δικαιοσύνης. Υπάρχει μια περαιτέρω διαδικασία, στην οποία εμπλέκεται και η Βουλή, αλλά είναι δευτερεύουσας σημασίας, αφού η κυβέρνηση έχει το πάνω χέρι της επιλογής.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει την ευχέρεια να επικοινωνεί με τις ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων και να δίνει γενικές κατευθύνσεις, αλλά δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην ουσία των υποθέσεων, δηλαδή στην κρίση των δικαστών. Αυτό ήταν και είναι γενικώς αποδεκτό στο πλαίσιο λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και υπήρχε πάντα μια διακριτικότητα, ώστε να μην φαίνεται ως καθοδηγούμενη η τρίτη εξουσία (δικαστική) από την πρώτη (νομοθετική- Βουλή) και την δεύτερη (εκτελεστική – κυβέρνηση και δημόσια διοίκηση).

Στις περισσότερες κυβερνήσεις υπήρχε πάντα υπουργός Δικαιοσύνης και σε μερικές περιπτώσεις και υφυπουργός. Σε ελάχιστες περιπτώσεις υπήρχε αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, που να ασκεί καθήκοντα με αυτόνομο και αυτοτελή τρόπο, χωρίς γνώση και συμμετοχή του υπουργού.

Αυτό το είδαμε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στην περίπτωση του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, που διορίστηκε από τον Αλέξη Τσίπρα και παρέμεινε σταθερά στη θέση του ως αναπληρωτής υπουργός, παρότι άλλαξαν δύο φορές οι υπουργοί Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής και Μιχάλης Καλογήρου.

Και γιατί παρέμενε σταθερά ο κ. Παπαγγελόπουλος στη θέση του; Το λέει ξεκάθαρα στην αναφορά του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Αγγελής, που  έχει καταγγείλει πολιτικές παρεμβάσεις στην έρευνα για τη Novartis.

Ο ίδιος σύμφωνα με τα στοιχεία  της δικογραφίας, που βρίσκεται ήδη στη Βουλή, αναφέρθηκε στο όνομα  «Ρασπούτιν», διευκρινίζοντας ότι το ξέρουν πολύ καλά η πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου και η Γενική Επιθεωρήτρια Δημόσιας Διοίκησης Μαρία Παπασπύρου.

Μάλιστα, ο κ. Αγγελής φέρεται να αναφέρθηκε στην κατάθεση του σε συναντήσεις που είχε ο ίδιος και με τους τρεις (Καλογήρου, Δημητρίου και Παπασπύρου), όπου συμφωνήθηκε να απομακρυνθεί η νυν επικεφαλής της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη για να σταματήσει η επιρροή που είχε πάνω της ο «Ρασπούτιν». Ο «Ρασπούτιν» «ήταν σαν τον Θεό, πανταχού παρών στο χώρο της Εισαγγελίας Διαφθοράς», ανέφερε ο κ. Αγγελής, ενώ φέρεται να κατέθεσε πως «η συμπεριφορά της κυρίας Τουλουπάκη έδειχνε ότι υπήρχε άτομο το οποίο ακολουθούσε τις εντολές του, που ήταν ισχυρότερος από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αλλά και από μένα».

«Κουμάντο» φέρεται να είπε ο κ. Αγγελής, «δεν έκαναν στην Εισαγγελία Διαφθοράς οι Εισαγγελείς αλλά ο “Ρασπούτιν”». Ο κ. Αγγελής φέρεται επίσης να προσκόμισε έγγραφα προς απόδειξη των ισχυρισμών του και ειδικότερα έγγραφο που του είχε αποστείλει η Μαρία Παπασπύρου ότι δέχεται απειλές από την κυρία Τουλουπάκη για να ολοκληρώσει την έρευνα.

Καίρια ερωτήματα για την μη παραπομπή Τσίπρα

Και κατόπιν όλων αυτών πολλοί είναι αυτοί που ρωτούν: Ποιος τοποθέτησε τον κ. Παπαγγελόπουλο σε αυτή την θέση και σε ποιον έδινε λογαριασμό ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης; Όλοι ξέρουν ότι τους υπουργούς διορίζει ο πρωθυπουργός και φυσικά αυτός τους καθοδηγεί και τους ελέγχει.

Και τώρα τι θα γίνει; Θα πάει σε προανακριτική επιτροπή ο αναπληρωτής υπουργός και θα μείνει ανέγγιχτος αυτός, που τον διόρισε και τον ήλεγχε; Αν διέπραξε κατάχρηση εξουσίας ο κ. Παπαγγελόπουλος ποιος είναι ηθικός αυτουργός;

Και γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν επιθυμεί οποιαδήποτε διαδικασία κατά του κ. Τσίπρα; Επειδή πιστεύει ότι δεν πρέπει να διώκονται οι πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά καλά είναι να κρίνονται από τους εκλογείς και από την ιστορία; Να το πιστέψουμε; Και γιατί το δήλωσε πριν δει την δικογραφία; Που ήξερε τι περιλαμβάνει για τον κ. Τσίπρα;

Αλλά είναι και κάτι ακόμα: Γιατί δεν προσάπτουν στον κ. Παπαγγελόπουλο και παρεμβάσεις στην υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ, για την οποία έχει υποστεί τα πάνδεινα ο πρώην επικεφαλής της Ανδρέας Γεωργίου, ο οποίος παρουσίασε τα πραγματικά στοιχεία του δημοσιονομικού ελλείμματος επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή, αλλά διώχθηκε για αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος; Ποιος ασκούσε εφέσεις και αναιρέσεις κατά των επανειλημμένων απαλλαγών του κ. Γεωργίου από τα δικαστικά συμβούλια; Ποιος τις ασκούσε και με ποίου την εντολή;

Μήπως δεν συμφέρει την Νέα Δημοκρατία να ανοίξει “φάκελλο” για την περίοδο της διακυβέρνησης από τον Κώστα Καραμανλή και για τα τότε ελλείμματα; Μήπως επ΄αυτού έχει ο Αλέξης Τσίπρας κάποια τεκμήρια, που δεν πρέπει να βγουν γιατί δεν συμφέρουν κανέναν; Μήπως βολεύει να μείνει έτσι η κατάσταση και για επικοινωνιακούς λόγους;

Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το τι θα γίνει με τον “Ρασπούτιν” οι υποθέσεις, που σχετίζονται με την λειτουργία της Δικαιοσύνης κρύβουν πολλά. Και δεν είναι τόσο αθώες οι εκατέρωθεν δηλώσεις για την αποφυγή ποινικοποίησης της δημόσιας ζωής.

Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Οι χειρισμοί γίνονται γιατί κάποιους συμφέρει σήμερα το “έτσι” και κάποιους αύριο το “αλλιώς”. Δυστυχώς η δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη ενόσω η ηγεσία της επιλέγεται από την κάθε κυβέρνηση.

Και το χειρότερο είναι ότι συχνά – πυκνά την χρησιμοποιούν για εξυπηρέτηση πολιτικών και άλλων σκοπιμοτήτων, στην πλάτη του ελληνικού λαού, εν ονόματι του οποίου απονέμεται το δίκαιο. Υποτίθεται…