Μια ιστορική πολιτική προσωπικότητα με σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή της χώρας για τέσσερις και πλέον δεκαετίες με ταραγμένα διαστήματα και φωτεινές εξάρσεις, ο ευρυμαθής Θεόδωρος Πάγκαλος έφυγε σήμερα από την ζωή σε ηλικία 84 ετών.

Πληθωρικός, ευφυής, ευθύς, με ευρεία μόρφωση και χιούμορ ο Θόδωρος Πάγκαλος ήταν  από τους πολιτικούς που δεν μάσαγαν τα λόγια τους, με τεράστια επιδραστικότητα στον χάρτη της μεταπολίτευσης. Σήμερα το πρωί, έφυγε ήσυχα στο σπίτι του, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του.

Ο Θόδωρος Πάγκαλος ήταν γέννημα-θρέμμα Ελευσινιώτης. Γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου 1938. Το επίθετό του σηματοδοτούσε την σχέση του με τον ομόνυμο στρατηγό και δικτάτορα, Θεόδωρο Δ. Πάγκαλο, του οποίου ήταν εγγονός. Πατέρας του, ήταν ο αντιπτέραρχος της Πολεμικής Αεροπορίας Γεωργίος Πάγκαλος που διετέλεσε Υπαρχηγός ΓΕΑ.

Ο Θόδωρος Πάγκαλος, ξεκίνησε την πολιτική του διαδρομή ως μέλος της νεολαίας Λαμπράκη και του 1-1-4. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης», που μετονομάστηκε σε Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, καθώς και της αριστερής οργάνωσης «Δημοκρατική Αντίσταση Σπουδαστών». Στη συνέχεια πήρε πιο αριστερόστροφη κλίση και συνδέθηκε με το ΚΚΕ.

Οι σπουδές του ήταν εξαιρετικές: Αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών και σπούδασε Νομική και Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το Παρίσι, ο Μάης του ’68 και… τα όπλα

Με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης ανακηρύχθηκε το 1973 διδάκτορας των Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Παρισιού 1 (Πάνθεον-Σορβόννη). Από το 1969 έως το 1978 εργάστηκε ως ερευνητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και κατόπιν ορίστηκε Διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου.

Ο αντιδικτατορικός αγώνας και η ένταξη στο ΠΑΣΟΚ

Συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα και το 1968 το δικτατορικό καθεστώς του αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια, την οποία επανέκτησε μετά τη Μεταπολίτευση.

Στο Παρίσι, έζησε από κοντά τον Μάη του ’68 από τα οδοφράγματα του Καρτιέ Λατέν και ανέπτυξε σχέσεις με τα αριστερά κομμουνιστογενή κινήματα.

Στη Μεταπολίτευση άρχισε να συγκλίνει προς το ΠΑΣΟΚ και έγινε μέλος του, γοητευμένος από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1978 έβαλε υποψηφιότητα για δήμαρχος στην Ελευσίνα και κατετάγη τρίτος. Κατέβηκε υποψήφιος βουλευτής Αττικής για πρώτη φορά το 1981 με το ΠΑΣΟΚ και έκτοτε εκλέγονταν διαρκώς ως το 2012.

Το 1982 ως το 1984 διορίστηκε υφυπουργός Εμπορίου στην πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Στον ανασχηματισμό ανέλαβε υφυπουργός Εξωτερικών για θέματα Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1985. Οι επιτυχείς χειρισμοί του σε μείζονος σημασίας θέματα, τράβηξαν το ενδιαφέρον του Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος τον αναβάθμισε το 1985 σε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις εκλογές του 1989.

Θ. Πάγκαλος: Επάχαινα περίπου μισό κιλό την εβδομάδα

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος περιγράφει στο ίδιο βιβλίο του «Με τον Ανδρέα στην Ευρώπη» το πώς διορίστηκε υφυπουργός στο υπουργείο Εμπορίου και πώς αυτή η πρώτη κυβερνητική θέση του τον οδήγησε στο να παχύνει. Ήταν η πρώτη φορά που ανελάμβανε μεγάλες ευθύνες, είχε άγχος και δούλευε πολλές ώρες στο υπουργείο.

«Προσωπικά έπαθα μεγάλη ζημιά. Επάχαινα περίπου μισό κιλό την εβδομάδα, με αποτέλεσμα στον ενάμιση χρόνο που έμεινα εκεί περίπου να πάρω καμιά εικοσαριά κιλά. Η νεανική μου ευλυγισία ανήκε πλέον οριστικά στο παρελθόν. Ο λόγος ήταν ότι πήγαινα στο υπουργείο μεταξύ 7.30 και 8 το πρωί και έφευγα το βράδυ κατά τις 10 ή 11,καταναλώνοντας το μεσημέρι και άλλες ώρες σάντουιτς και κάθε είδους αηδέστατα fast food τα οποία αγόραζα στα περί την πλατεία Κάνιγγος μαγαζιά και επότιζα με κόκα κόλες ή μπίρες».

Από το 1989 μέχρι 1993 ορίζεται Αντιπρόσωπος του Ελληνικού Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Στην επαναφορά του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία, το 1993, ορίζεται ξανά αναπληρωτής ΥΠΕΞ. διατηρώντας το αξίωμα μέχρι τον Ιούλιο 1994. Στα υπέρ του η επιτυχής διεξαγωγή της συνόδου κορυφής στην Κέρκυρα, όταν η Ελλάδα είχε την προεδρία στην ΕΕ.

Τι είπε για την ήττα από τον «κύριο Τίποτα»

Λίγο αργότερα, πάντα το 1994, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μια ιδέα: Να κατεβάσει τον Θόδωρο Πάγκαλο στο δήμο της Αθήνας, ισχυρό προπύργιο της ΝΔ. Η ιδέα ήταν ευφυής, καθώς ο Πάγκαλος είχε δώσει δείγματα της ικανότητάς του, ενώ απέναντί του είχε τον Δημήτρη Αβραμόπουλο ο οποίος τότε ξεκινούσε την πολιτική του καριέρα.

Όλοι προεξόφλησαν ότι ο Πάγκαλος θα κερδίσει με άνεση και πως ο Ανδρέας Παπανδρέου του έδινε εμμέσως το «δαχτυλίδι της διαδοχής» του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.

Όμως επαναλήφθηκε ο μύθος του Αισώπου με τον λαγό και τη χελώνα, ο Πάγκαλος είχε την «έμπνευση» να αποκαλέσει τον Αβραμόπουλο «κύριο Τίποτα» και έχασε παταγωδώς στο β’ γύρο με τον Αβραμόπουλο να εκλέγεται πανηγυρικά δήμαρχος Αθηναίων με 54,37%. Η καρδάρα με το γάλα που λέγαμε…

Ο τρίτος γάμος με την Χριστίνα Χριστοφάκη

Ο Πάγκαλος, το βράδυ των εκλογών, κλείστηκε μουδιασμένος στο παλιό ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», όπου είχε το στρατηγείο του. Δίπλα του η εντυπωσιακή δημοσιογράφος Χριστίνα Χριστοφάκη με ένα κατακόκκινο φόρεμα, ερχόταν σε αντίστιξη με την θλίψη του. Ήταν πλέον ζευγάρι οι δυό τους.

Ο Θόδωρος Πάγκαλος είχε ήδη δύο γάμους, αλλά ο έρωτάς του για την Χριστοφάκη τον οδήγησε για τρίτη φορά στην εκκλησία. Απέκτησαν δίδυμα και έζησαν μαζί στην Ανάβυσσο. Το 2017 κατέθεσαν αίτηση διαζυγίου. Ο Θ. Πάγκαλος είχε αποκτήσει συνολικά πέντε παιδιά.

Η σύγκρουση με τον Ανδρέα και η ομάδα με Σημίτη

Ήδη ο Θόδωρος Πάγκαλος είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος μετά την ήττα του στο δήμο Αθηναίων, τον άφησε εκτός κυβέρνησης. Ο Πάγκαλος εξαπολύει μύδρους κατά της «αυλής της Εκάλης« στοχεύοντας την Δήμητρα Λιάνη, φτάνει στα πρόθυρα διαγραφής από το ΠΑΣΟΚ και κινείται για την διαδοχή του Ανδρέα.

Συνέπηξε την ομάδα των τεσσάρων με τους Κώστα Σημίτη, Βάσω Παπανδρέου και Παρασκευά Αυγερινό. Στο τραπέζι που τους έκανε η Βάσω στο σπίτι της στο Χαλάνδρι, στις 13 Νοεμβρίου 1994, αποφασίστηκε να τεθεί επικεφαλής ο Σημίτης. Στο δείπνο εκείνο επρόκειτο να παραστεί και ο Κώστας Λαλιώτης, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ποτέ.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου μπήκε στο Ωνάσειο το 1995 και οι διαδικασίες διαδοχής έτρεξαν γοργά.

Στην ψηφοφορία της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ για εκλογή νέου πρωθυπουργού τον Ιανουάριο του 1996, ο Πάγκαλος που είχε οργώσει την Ελλάδα υπέρ του Σημίτη, ετέθη αναφανδόν υπέρ του Σημίτη φυσικά. Μετά την πανηγυρική εκλογή του, ο Κ. Σημίτης τον διορίζει υπουργό Εξωτερικών – αξίωμα στο οποίο παρέμεινε μέχρι τον Φεβρουάριο 1999.

Η κρίση των Ιμίων και η εκδοχή Πάγκαλου

Με το «καλημέρα» της κυβέρνησης Σημίτη, έσκασε το θέμα των Ιμίων. Ο Πάγκαλος, ως υπουργός Εξωτερικών βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Τον κατηγόρησαν ότι ευθύνεται για την υποστολή της σημαίας στα Ίμια, μετά την κρίση τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου 1996, για «ενδοτική στάση» στις διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς.

Ο ίδιος ο Θ. Πάγκαλος στο βιβλίο υπό τον τίτλο «Ίμια / S 300 / Οτσαλάν: Παλεύοντας για την ειρήνη» (εκδόσεις Economia publishing) έδωσε την δική του εκδοχή.

Γράφει χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός στο βιβλίο του:

«Περί τα μεσάνυχτα (σ.σ. Τρίτης 30 Ιανουαρίου προς Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 1996) με ζήτησε στο τηλέφωνο ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ (ο τότε αναπληρωτής υπουργός Ευρωπαϊκών και Καναδικών Υποθέσεων των ΗΠΑ). Είχα διαβάσει και ακούσει για αυτόν, δεν ήξερα όμως τίποτα περισσότερο. Μου έκανε εντύπωση η ευγένεια και η προσοχή με την οποία μου μιλούσε. Ώρες – ώρες σαν να ήταν αυτός υφιστάμενος ως βοηθός υφυπουργός απέναντι σε κάποιον σαν κι εμένα που ήμουν υπουργός, σε μία βέβαια πολύ μικρότερη χώρα. Ξεκίνησε λέγοντάς μου ότι αντιλαμβάνεται πως εμμένω στις πάγιες ελληνικές θέσεις για την αποφυγή μιας τυπικής διαπραγμάτευσης με την Τουρκία με αντικείμενο το Αιγαίο και ότι επομένως η πρόταση που μου έκανε πριν από λίγο ο υπουργός του, ο κύριος Κρίστοφερ, δεν έχει καμία ελπίδα.

Του είπα ότι είμαι πρόθυμος να συζητήσω άτυπα ώρες ολόκληρες τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή, με δεδομένη την κίνηση των στόλων και των αεροπορικών δυνάμεων και των δύο χωρών, αυτό που πρωτεύει είναι η εκτόνωση της κατάστασης και η βαθμιαία απαγκίστρωση από την περιοχή.

Μου απάντησε ότι θέλει χρόνο για να έρθει σε επαφή με τους Τούρκους και πραγματικά πέρασε σχεδόν μιάμιση ώρα χωρίς να έχω νεότερά του. Τότε, περί τις 02:30 το πρωί, μου τηλεφώνησε ο υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου από την πρεσβεία μας στην Άγκυρα, ο κύριος Σταθουλόπουλος, και μου είπε ότι σε συνέντευξη Τύπου η Τανσού Τσιλέρ (πρωθυπουργός της Τουρκίας) είχε ανακοινώσει ότι Τούρκοι κομάντος είχαν αποβιβαστεί και καταλάβει τη μία από τις δύο νησίδες και ότι είχαν ρητή διαταγή να μην πυροβολήσουν πρώτοι, ακόμα και αν οι Έλληνες προσπαθούσαν να αποβιβαστούν στην ίδια νησίδα.

Επικράτησε πανικός στη σύσκεψη

Τα τηλεφωνήματα αυτά γίνονταν είτε από το χολ του Πολιτικού Γραφείου είτε από ένα απομονωμένο τηλέφωνο που βρισκόταν σε μια γωνία. Όταν επέστρεψα στη σύσκεψη και μετέφερα την είδηση, επικράτησε, όπως ήταν φυσικό, πανικός.

Ο πρωθυπουργός γύρισε προς τον αρχηγό Γενικού Επιτελείου ναύαρχο Λυμπέρη και χρησιμοποιώντας κατά τρόπο χαρακτηριστικό ένα βαρύτατο επίθετο του είπε: «[…] Καλά, δε σου είπα να φρουρηθούν οι δύο νησίδες;».

Αποσβολωμένος και κατακόκκινος, ο Λυμπέρης ψέλλισε: «Δεν μου είπατε και οι δύο, κύριε πρωθυπουργέ. Στη μία υπάρχει φρουρά βατραχανθρώπων. Για την άλλη δεν είχαμε δυνάμεις». Ήταν σαφές ότι έτσι είχε δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση, δεν υπήρχε πια μία σημαία στα Ίμια αλλά δύο, συγκυριαρχία δηλαδή, αφού η παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας επί ενός εδάφους άλλης χώρας είναι ένδειξη κυριαρχίας…».

Ο ναύαρχος Λυμπέρης ήταν κατώτερος των περιστάσεων

Ο Θ. Πάγκαλος γράφει ακόμη πως «ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυμπέρης τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Ο Λυμπέρης ήταν προφανώς κατώτερος των περιστάσεων. Είχε αναλύσει και είχε χειριστεί το γεγονός με την οπτική γωνία του πρώην αρχηγού ΓΕΝ. Για αυτόν ήταν ένα ναυτικό επεισόδιο και όφειλε να το αντιμετωπίσει μόνο του το Ναυτικό. Αυτή η γραφειοκρατική και συντεχνιακή προσέγγιση τον οδήγησε στην εξωφρενική απόφαση να στείλει στην Ανατολική Ίμια μια ντουζίνα βατραχανθρώπους και να αφήσει τη Δυτική ακάλυπτη.

Λίγα χιλιόμετρα από το θέατρο των επιχειρήσεων υπήρχε ικανή δύναμη (1.000 τουλάχιστον) κομάντος των ΛΟΚ, όπως διαβεβαίωσαν και στην τηλεοπτική εκπομπή Οι Φάκελοι του Αλέξη Παπαχελά, στο MEGA Channel το 2001, οι στρατηγοί Βούλγαρης και Σπυρίδων, οι οποίοι είπαν ότι οι στρατιωτικοί ήταν έτοιμοι να τους στείλουν στην Καλόλιμνο ή στο Φαρμακονήσι. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, δεδομένου ότι, εκτός από τους βατραχανθρώπους του ναυάρχου Λυμπέρη, που φρουρούσαν την Ανατολική Ιμια, υπήρχε τουρκικός στρατός στη Δυτική Ιμια, η απαγκίστρωση και η εκτόνωση της υπόθεσης έπαιρνε εντελώς άλλες διαστάσεις…».

Για το θέμα της σημαίας στα Ίμια ανέφερε ο ίδιος πως «εκείνη τη στιγμή ο Χόλμπρουκ δεν μου ανέφερε ξανά το θέμα των σημαιών. Και εγώ δεν θεώρησα σκόπιμο να το θέσω. Οι πατριδοκάπηλοι πάσης φύσεως και διάφοροι άκαπνοι «ελληναράδες» έχουν θεωρήσει μεγίστη προδοσία την αφαίρεση της σημαίας του δημάρχου Καλύμνου από τη νησίδα Ίμια και τη μεταφορά της «εν τιμή» από το αποχωρούν απόσπασμα.

Η απόφαση για την υποστολή της σημαίας

Η απόφαση ελήφθη αποκλειστικά από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση στο Πολιτικό Γραφείο. Είναι αλήθεια ότι εγώ συνηγόρησα υπέρ της αφαίρεσης της σημαίας και είπα ότι σημαία-σύμβολο δεν είναι οποιοδήποτε πανί με τα εθνικά χρώματα βάζει ο καθένας κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες όπου και όποτε του καπνίσει.

Σημαία-σύμβολο, και μάλιστα κάτω από τέτοιες περιστάσεις, είναι σημαία επίσημη, με σταθερή βάση, γερά προσδεμένη, φρουρούμενη και επιτηρούμενη. Υποστήριξα επίσης ότι, εάν αφήναμε τη σημαία του Διακομιχάλη (του τότε δημάρχου Καλύμνου που την είχε τοποθετήσει στις 25 Ιανουαρίου 1996) πάνω στην Ανατολική Ιμια, ήταν πολύ πιθανό, λόγω της καταιγίδας που είχε ξεσπάσει τη δεδομένη στιγμή, ο άνεμος ή τα τεράστια κύματα να την έπαιρναν και να την εξαφάνιζαν.

Αυτό υπήρξε άλλη μια αιτία για την οποία κατασυκοφαντήθηκα και καθυβρίσθηκα από τους υπερπατριώτες. Όλοι αυτοί οι ανεγκέφαλοι δεν σκέφτονται ότι, εάν είχε τεθεί επίσημα από την πλευρά μας να παραμείνει η σημαία μας στη μία από τις δύο νησίδες, τότε και οι Τούρκοι θα μπορούσαν να αξιώσουν να μείνει και η δική τους η σημαία στην άλλη, όπου είχαν εγκαταστήσει φρουρά.

Η συζήτηση περί την σημαία παραβλέπει το θεμελιώδες γεγονός ότι οι σημαίες ήταν δύο. Στη μία νησίδα η δικιά μας, στην άλλη νησίδα η σημαία των Τούρκων. Έτσι, όμως, θα ξαναγυρίζαμε στην αρχή του όλου προβλήματος και θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε αυτό που συστηματικά προσπαθούσαμε να αποφύγουμε, δηλαδή τις διαπραγματεύσεις».

Χτύπημα και από την υπόθεση Οτσαλάν

Το 1999, η υπόθεση του Κούρδου ηγέτη της PKK Αμπτουλάχ Οτσαλάν σηματοδοτεί την έξοδό του από το ΥΠΕΞ, καθώς καρατομείται από τον Κ. Σημίτη και την θέση του καταλαμβάνει ο Γιώργος Παπανδρέου, μέχρι τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών.

Η κυβέρνηση Σημίτη πληροφορήθηκε έντρομη ότι ο Οτσαλάν τον οποίο καταδίωκε η Τουρκία, είχε φτάσει κρυφά στην Ελλάδα. Το ενδεχόμενο νέα μείζονος κρίσης ήταν ορατό και αμέσως σήμανε συναγερμός. Ο Θ. Πάγκαλος φέρεται να έδωσε την έγκρισή του να μεταφερθεί ο Οτζαλάν στην ελληνική πρεσβεία της Κένυας, συνοδευόμενος από τον τότε αξιωματικό της ΕΥΠ Σάββα Καλεντερίδη.

Στόχος ήταν να διαφύγει προς την Ολλανδία, ωστόσο οι αρχές της Κένυας συνέλαβαν τον Οτσαλάν και τον παρέδωσαν στην τουρκική ΜΙΤ για να μεταφερθεί με αεροσκάφος στην Τουρκία και από εκεί στις φυλακές. Ο Πάγκαλος αρήθηκε ότι έδωσε εκείνος την εντολή να απομακρυνθεί από την πρεσβεία ο Κούρδος ηγέτες. Η κρίση που ακολούθησε οδήγησε στην παραίτηση τριών υπουργών, συμπεριλαμβανομένου και του Πάγκαλου. Το 2000 ο Κ. Σημίτης διόρισε τον Πάγκαλο υπουργό Πολιτισμού.

Τον Μάρτιο του 2004 επανεκλέγεται Βουλευτής Αττικής. Ορίστηκε υπεύθυνος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ στον Τομέα Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Πολιτικής Καταναλωτών και Αγροτικής Ανάπτυξης, καθώς και εισηγητής του κόμματος στη Συνταγματική Αναθεώρηση. Μετείχε στην αντιπροσωπεία της Βουλής των Ελλήνων στο Συμβούλιο της Ευρώπης και τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.

Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 2009 ορίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, θέση που διατήρησε στους δύο πρώτους ανασχηματισμούς της κυβέρνησης Παπανδρέου. Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ορίστηκε και κατά τη θητεία της μεταβατικής κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου.

Γιατί είπε το «μαζί τα φάγαμε» 

Το ημερολόγιο έγραφε 21 Σεπτεμβρίου 2010 όταν κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της «Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης» σχετικά με τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την κατάργηση και τη συγχώνευση υπηρεσιών, οργανισμών και φορέων του δημοσίου τομέα ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου είπε τη φράση: «Μαζί τα φάγαμε».

Ήταν η εποχή που η Ελλάδα είχε ήδη υπογράψει το πρώτο μνημόνιο, ενώ είχε υπογράψει και αντίστοιχη σύμβαση δανεισμού με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εκείνη την ημέρα λοιπόν ο Θεόδωρος Πάγκαλος είπε το εξής: «Η απάντηση εις την κατακραυγή που υπάρχει εναντίον του πολιτικού προσωπικού της χώρας “πώς τα φάγατε τα λεφτά;”, που μας ρωτάει ο κόσμος, είναι αυτή: “Σας διορίσαμε. Τα φάγαμε όλοι μαζί. Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής”».

Στη συνέχεια ξέσπασε πλήθος από αντιδράσεων τόσο από τον πολιτικό κόσμος, όσο και από τους πολίτες.

Πώς τεκμηρίωσε ο Θ. Πάγκαλος το «Όλοι μαζί τα φάγαμε»

Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, το 2012, ο Θεόδωρος Πάγκαλος κυκλοφόρησε το e-book του (175 ηλεκτρονικές σελίδες) «Μαζί τα φάγαμε» και σε αυτό ο πρώην υπουργός υπερασπιζόταν με ρεαλισμό τη διαβόητη φράση του «Ναι, τα φάγαμε όλοι μαζί».

Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Η φράση “τα φάγαμε όλοι μαζί” σημαίνει ότι ένα μεγάλο τμήμα από εμάς -τον ελληνικό λαό- συμμετείχαμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε μη ορθολογικές πρακτικές και συμπεριφορές, στην πορεία του χρόνου, σε σχέση με τις δαπάνες και τα έσοδα του κράτους. Αυτό που λέμε “δημοσιονομική κρίση” είναι και δικό μας δημιούργημα… Οι πολίτες είτε με πράξεις, είτε με την εκπορευόμενη από την ενοχή απραξία τους, είτε απλά εκλέγοντας ακατάλληλα πολιτικά πρόσωπα για να διαχειριστούν τα κοινά, συμμετέχουν με συλλογικό τρόπο στη δημοκρατία και έχουν την ευθύνη των επιλογών τους…Φυσικά δεν έχουν όλοι το ίδιο μερίδιο ευθύνης, η ευθύνη ξεκινάει από πάνω προς τα κάτω».

Παράλληλα ο κ. Πάγκαλος αναφερόταν στην ιστορική πορεία του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Στη Μεταπολίτευση περιέγραφε αναλυτικά την πορεία του χρέους από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ως την κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου και υπογράμμιζε τις ευθύνες της Αριστεράς:

«Η πλειοψηφία των βουλευτών της Αριστεράς όχι μόνο δεν πρότεινε και δεν βοήθησε στο πολιτικό και άρα κοινωνικό έργο αλλά αποτέλεσε φραγμό στις τεκμηριωμένες και σοβαρές προτάσεις των άλλων. Όλα αυτά τα χρόνια ουδέποτε εκπρόσωπος της Αριστεράς αντέδρασε σε προσλήψεις, σε αυξήσεις μισθών, σε θέσπιση επιδομάτων, σε αυξήσεις συντάξεων, σε κοινωνικοποιήσεις επιχειρήσεων, σε απεργιακές κινητοποιήσεις ή σε διαδηλώσεις…Αντίθετα, σε συζητήσεις και προτάσεις τους ήθελαν και άλλες, πιο πολλές ακόμα παροχές…».