Στην Κωνσταντινούπολη, τόπο καταγωγής του πατέρα της, η Κυβέλη Μάρδα παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της, ανταλλάσσοντας όρκους αιώνιας αγάπης με τον πρώην ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ και νυν της Φενερμπαχτσέ, Δημήτρη Πέλκα.

Η κόρη του πρώην υπουργού Δημήτρη Μάρδα, που μόλις πέρασε το κατώφλι των 30, εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ο γάμος στο Φανάρι.

Το μυστήριο τελέστηκε στον ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Φνάρι, όπου ο οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος ευλόγησε το ζευγάρι, ενώ οι προσκεκλημένοι ήταν πάρα πολλοί, τόσο από τον χώρο του αθλητισμού, όσο και από την  ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης.

Ο Δημήτρης Μάρδας με ανάρτησή του στο F.B. εμφανίστηκε συγκινημένος και έγραψε:

“Κωνσταντινούπολη…Αγ. Γεώργιος.
…Η Κυβέλη μου μεγαλωσε με στοργή και αγάπη και ανοίγει τα φτερά τής νέας της ζωής με σύντροφο τον Δημήτρη Πέλκα που έχει τη δύναμη να της δώσει τα ίδια και περισσότερα…Το μεγάλο πέρασμα άρχισε ..” 

Το ζευγάρι αρχικά ήθελε το μυστήριο να τελεστεί σε στενό κύκλο, αλλά τόσο οι νέοι όσο και οι πρώην συμπαίκτες του γαμπρού ήταν αρκετοί, οπότε άνοιξε η λίστα των καλεσμένων.

Η Κυβέλη Μάρδα, οι σπουδές και οι οικογενειακοί δεσμοί

Η Κυβέλη Μάρδα έχει σπουδάσει Οργάνωση και Διοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων, κατέχει master of Science in Health Management & Leadership και είναι φοιτήτρια στο πέμπτο έτος της Ιατρικής.

Είναι ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά που ο γάμος της έγινε στο Φανάρι, λόγω της καταγωγής του πατέρα της. «Οι γονείς του μπαμπά μου, άνθρωποι που γνώρισα και αγάπησα, γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και έκαναν το δικό τους σπιτικό στην Κωνσταντινούπολη», έχει γράψει για το real.gr. «Έμεναν στο σοκάκι Resitefendi, στο νούμερο 11, στο Καντίκιοϊ, στην ασιατική πλευρά της Πόλης. Εκείνων η ιστορία δεν φάνταζε στα αυτιά μου παραμύθι. Για κάποιον λόγο που δεν μάθαμε ποτέ, η γιαγιά μου δεν ήθελε να μιλά για την Πόλη.

Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω, δεν ήθελε να θυμάται… Ο παππούς μου, έμπορος, μπον βιβέρ και αθλητής της πάλης εκεί, μου μιλούσε πάντα με άλλη αγάπη για την Πόλη, που μια νύχτα βίας του Σεπτέμβρη του 1955 τον έδιωξε από εκεί, μου μιλούσε πολύ για τον δικό του παππού, τον Γεώργιο Χρυσοβέργη (…).

Αποφασίζοντας, μια άλλη Μάρδα, ξαφνικά να μείνω για ένα χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και μάλιστα στο Καντίκιοϊ, στην πραγματικότητα γυρνώ στον τόπο όπου βρίσκονται οι ρίζες της προσωπικής μου ιστορίας. Περπατώ στα σοκάκια που περπάτησαν οι άνθρωποι που αγάπησα και άφησε πίσω του ο μπαμπάς μου μηνών τότε, μετά τα γεγονότα του 1955. Μυρίζω το άρωμα μιας πόλης που λάτρεψαν και καταλαβαίνω γιατί οι Βυζαντινοί, όταν μιλούσαν γι’ αυτή την πόλη, την αποκαλούσαν η “μεγάλη ερώσα”, η μεγάλη ερωμένη».