Γράφει η Αλεξάνδρα Γρηγορίου

 

Κεντρική λεωφόρος ελληνικής μεγαλούπολης, 10.30 το πρωί, ένας παίρνει καφέ για έξω και τέσσερις κάθονται και τον απολαμβάνουν στις μετακινούμενες κατασκευές του πεζοδρομίου….

Ημέρα Τρίτη, φουλ τα γκάζια δηλαδή όσον αφορά τις υποχρεώσεις ενός εργαζόμενου και δη, ελεύθερου επαγγελματία. Ώρα 10.30 το πρωί, στόχος η μετακίνηση απ’ τη μια πλευρά της πόλης στην άλλη για είσπραξη, άρα άγχος μέχρι να κλείσει η αποστολή. Κίνηση απίστευτη κι οι κεντρικές οδοί της μεγαλούπολης γεμάτες αυτοκίνητα και διπλοπαρακρισμένα φορτηγάκια που αδειάζουν ή παίρνουν παραγγελίες.

Με το μυαλό γεμάτο εκκρεμότητες, την πίεση των υποχρεώσεων στα κόκκινα και φυσικά τα προβλήματα να περισσεύουν όπως πάντα τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ότι θα περάσεις τουλάχιστον τρία τέταρτα στο αυτοκίνητο, τι πιο λογικό κι αναμενόμενο στις μέρες μας, να σταματήσεις να πάρεις έναν καφέ ώστε να κάνεις και κάτι ευχάριστο εκτός απ’ τις σκέψεις και τις αγχωτικές ειδήσεις του ραδιοφώνου.

Βολικό το καφέ με τον φθηνό αλλά ποιοτικό καφέ, στο φανάρι της λεωφόρου, διπλή σειρά με αλάρμ φυσικά και με τα μάτια στο ρολόι κατεβαίνεις για την παραγγελία σου. Κι όσοστην ετοιμάζει η γεμάτη κατανόηση για την πίεση του χρόνου σου, εκπαιδευμένη υπάλληλος, παρατηρείς άθελά σου, ότι στο, πάγκο δίπλα στα ταμεία κάθονται ήρεμοι και χαλαροί, μια γυναίκα συνταξιούχος εμφανώς και παραδίπλα ένας άνδρας με ύφος τουλάχιστον δικαστικού αλλά επίσης συνταξιούχος.

Ενστικτωδώς γυρνάς το βλέμμα προς το πεζοδρόμιο με τις μεταφερόμενες κατασκευές όπως ορίζει ο νόμος και διαπιστώνεις ότι όλα τα τραπέζια είναι γεμάτα είτε από νέες γυναίκες που απλώς παρλάρουν πίνοντας και καπνίζοντας, είτε από συνταξιούχους που απλώς ατενίζουν αδιάφορα τη λεωφόρο και τρεις άνδρες, ο καθένας στο τραπέζι του που με τη θλίψη στα μάτια, απλώς κοιτούν τον καφέ που πίνουν.

Ο καφές έτοιμος, τον αρπάζεις και φεύγεις. Κανένα βλέμμα δεν έπεσε πάνω σου αν κι ήσουν ο πιο γρήγορος κι αγχωμένος του συνόλου των θαμώνων του καφέ. Αναπόφευκτα οι σκέψεις σε πλημμυρίζουν αφού είναι έντονο κι ένα συναίσθημα που κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του είναι μάλλον ζήλια για την ηρεμία των υπολοίπων…

Δε σταμάτησες ποτέ να ρωτήσεις τι ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι αλλά ήταν εμφανές ότι οι περισσότεροι ήταν συνταξιούχοι, οι νέοι άνδρες άνεργοι κι οι τιτιβίζουσες κυρίες, μαμάδες – νοικοκυρές χωρίς επαγγελματικές υποχρεώσεις, που άφησαν τα ανήλικα τέκνα τους στο παρακείμενο σχολείο.

Και τότε διαπιστώνεις ότι οι στατιστικές απλώς πλησιάζουν την πραγματικότητα τελικά! Εσύ, ο ένας αγχωμένος, με τους δυο υπαλλήλους του καφέ, εργάζεστε και τρέχετε ώστε να πληρώσετε τις υποχρεώσεις σας για να μπορούν να ζουν ήρεμα, οι υπόλοιποι θαμώνες του καφέ.

Γιατί, απ’ τις εργοδοτικές εισφορές, τις ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις των εργαζόμενων τριών ατόμων, ένα μέρος πάει στη σύνταξη των συνταξιούχων που τέλος πάντων είχαν δουλέψει στη ζωή τους κι εκείνοι, της κυρίας συνταξιούχου που ενδεχομένως ζούσε με τη σύνταξη του θανόντος συζύγου κι ας μη δούλεψε εκτός σπιτιού ποτέ και των ανέργων νέων ανδρών που ίσως παίρνουν επίδομα και κάθονται στο καφέ πρωινιάτικα αφού δε βρίσκουν πουθενά δουλειά.

Οι νέες μητέρες, ας υποθέσουμε ότι ζουν απ’ τα εισοδήματα των εργαζομένων συζύγων και προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες της μητέρας- νοικοκυράς, οπότε βγαίνουν εκτός στατιστικής.

Το αποτέλεσμα δεν ήταν και πολύ θετικό κι ελπιδοφόρο αφού τελικά, ένας εργαζόμενος αντιστοιχούσε σε τέσσερις μη παραγωγικούς θαμώνες του καφέ. Ένας που δουλεύει και προσπαθεί να προσφέρει και να καλύψει υποχρεώσεις, για τέσσερις που δικαιούνται ή τέλος πάντων δεν προσφέρουν πλέον κι απλώς πληρώνονται ή στηρίζονται απ’ το κράτος.

Δε χρειάζεται καμιά πανεπιστημιακή έρευνα και καμιά ομάδα εργασίας να κάνει ερωτήσεις και τηλέφωνα για να διαπιστώσει κανείς ότι η κατάσταση αυτή όπως εμφανίζεται σε κάθε καφέ, κάθε πόλης της χώρας, κάθε στιγμή, που μοιάζει με την παραπάνω εικόνα, καταγράφει επακριβώς το πλήρες αδιέξοδο που έχει πλέον περιέλθει ο τόπος!

Ο ένας εργαζόμενος που καλείται να δουλέψει περισσότερο, σκληρότερα, με λιγότερα χρήματα και περισσότερες υποχρεώσεις, είναι αδύνατον να καλύψει τις ανάγκες τις δικές του, της οικογένειάς του κι εκείνες έναντι του κράτους όπως έχουν διογκωθεί, ώστε να τροφοδοτήσει το σύστημα έτσι ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των συνταξιούχων και ανέργων που συνεχώς αυξάνονται.

Όσο κι αν φτιάχνονται, μαγειρεύονται η αποκρύπτονται στοιχεία για την ανεργία, την αύξηση των συνταξιούχων και τη συρρίκνωση των παραγωγικών εργαζομένων της χώρας, όσο κι αν γίνεται προσπάθεια να ξεγελαστούν οι δείκτες με συμβασιούχους κάποιων μηνών και ξεγέλασμα με θέσεις του ΕΣΠΑ που τελικά ελάχιστα βοηθούν το σύνολο των ανέργων που αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, οι εικόνες γύρω μας καθημερινά αποτυπώνουν επακριβώς το αδιέξοδο…

Με έναν να εργάζεται και τέσσερις να κάθονται, δεν πάμε πουθενά… Ειδικά όταν, όπως τώρα τελευταία διαπιστώνεται, η αδυναμία κι αυτού του ενός εργαζόμενου να τα βγάλει πέρα, τον οδηγεί στην αδιαφορία και την άρνηση κάλυψης των υποχρεώσεων έναντι του κράτους.

Αυτά είναι που πρέπει να δουν και να περιλάβουν οι διαπραγματευόμενοι υπόψιν τους κι όχι τα νούμερα και τις στείρες προβλέψεις οικονομολόγων που έχουν κινηθεί μόνο γύρω από κοσμοπολίτικα σημεία της πρωτεύουσας που διαμένουν όταν επισκέπτονται τη χώρα για διαπραγματεύσεις….με μια κυβέρνηση που αδυνατεί πλέον να είναι σε επαφή με τον λαό και την σκληρή του καθημερινότητα.

Χώρα που οι νέοι των παραγωγικών της ηλικιών, κάθονται 10 η ώρα πρωί Τρίτης σε καφέ, δεν πρόκειται να πάει πουθενά παρακάτω….μόνο πίσω… όσο κι αν τρέχει ο ένας στους τέσσερις, όσο αντέχει ακόμη…