Από την έναρξη των δρομολογίων, στις 10 Οκτωβρίου, το πλοίο «Smyrna di Levante» της εταιρείας πραγματοποίησε ήδη 40 ταξίδια στη συγκεκριμένη γραμμή, η οποία είναι τόσο επιβατικού, όσο και εμπορικού χαρακτήρα. «Αυτή η δίμηνη εξυπηρέτηση της γραμμής αποτελεί χρήσιμη παρακαταθήκη για την εύκολη και γρήγορη επανεκκίνηση των δρομολογίων της καλοκαιρινής σεζόν 2023. Η ακριβής ημερομηνία έναρξης των δρομολογίων της καλοκαιρινής σεζόν θα καθοριστεί με νεότερη ανακοίνωση», υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση.

Στην ανακοίνωση που είχε εκδώσει τον Οκτώβριο με αφορμή την έναρξη των δρομολογίων, η «Levante Ferries» ανέφερε τότε ότι η νέα αυτή γραμμή «δημιουργεί γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στις γείτονες χώρες της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι οποίες έρχονται πλέον πιο κοντά σε επίπεδο εμπορικό, κοινωνικό, πολιτισμικό. H Levante Ferries δεν επιδιώκει μόνο να προαγάγει τα κοινά εμπορικά συμφέροντα Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά ακόμα να συσφίξει τις σχέσεις των δύο αυτών χωρών και να αναδείξει όλα εκείνα που τις ενώνουν».

Με βάση την ίδια ανακοίνωση, δεν πρόκειται απλά για σύνδεση της Ελλάδας με την Τουρκία, αλλά και της Ευρώπης με την Ασία: «Έτσι θα εξυπηρετηθούν επιβάτες και φορτία προς την Ευρώπη, τα Βαλκάνια αλλά και αντίστροφα. Πολλά φορτηγά, μέσω της σύνδεσής μας, θα μπορούν να φτάνουν μέχρι το Μπάρι και την Αγκώνα εύκολα και ξεκούραστα, με ένα μόνο εισιτήριο. Η εκατέρωθεν τουριστική κίνηση θα προσεγγίσει προορισμούς που σήμερα είναι τελείως απόμακροι και δυσπρόσιτοι. Θα δημιουργηθούν εκδρομές και περιπλανήσεις που σήμερα δεν μπορούσε κανείς να τις φανταστεί».

Η γραμμή αυτή με το «Smyrna di Levante», που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει 948 επιβάτες και 55 φορτηγά ή 315 ΙΧ οχήματα, σηματοδοτούσε και την επέκτασή της και πέρα από τα εγχώρια ύδατα, στον χώρο των διεθνών πλόων.

Σήμερα η εταιρεία πραγματοποιεί δρομολόγια προς Ζάκυνθο, Κεφαλλονιά και Ιθάκη, μέσω Πάτρας και Κυλλήνης, για τα οποία έχει ήδη ανακοινωθεί το πρόγραμμα του 2023.

Για την γραμμή Θεσσαλονίκης – Σμύρνης δεν δόθηκαν περισσότερα στοιχεία, αλλά η εκτίμηση είναι ότι δεν υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση, κυρίως από τον εμπορικό τομέα και τις μεταφορές, ώστε να συνεχιστεί η λειτουργία όλο τον χειμώνα.