ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ…

Γράφει ο Άγγελος Κολοκοτρώνης

΄Ενας γάτος από δίπλα, πήδηξε το περβάζι κι αμήχανος, ακίνητος, άφοβος, καθόταν και με κοίταζε καθώς χάζευα τα σύννεφα που έφευγαν. Τι να κάνω, βρίσκω κάτι πρόχειρο και πάω να τον κεράσω. Κοντοστέκεται και φεύγει από το παρατηρητήριό του. Τελικά φοβήθηκε.

Κάνει πάλι μερικά βήματα προς τα πίσω κάτι περιεργάζεται και πάει να φύγει. Του λέω χίλια γλυκόλογα που ούτε γυναίκα άκουσε ποτέ από μένα. Γέρνει το κεφαλάκι του και φεύγει τρέχοντας. Ούτε με πίστεψε, ούτε με εμπιστεύτηκε. ΄Εμαθα ότι δεν κάνει φιλίες με ξένους, ούτε δέχεται κεράσματα. Πάω κι εγώ στο κονάκι μου. Το ειδύλλιο τέλειωσε, πριν καλά – καλά αρχίσει. ΄Εμαθα από τους διπλανούς ότι δεν πιάνει εύκολα φιλίες με αγνώστους, ούτε δέχεται κεράσματα.

Την άλλη ημέρα όμως ήλθε πιο κοντά, πέρασε στο μπαλκόνι μας και κάτι διερευνούσε. Πήγα πάλι να του πιάσω συζήτηση, αλλά τίποτα. Με περιεργάστηκε και έφυγε πάλι με τον ίδιο τρόπο, γεμάτος καχυποψία. Ούτε γάτος μας πλησιάζει σκέφτηκα. Μελαγχόλησα. Τώρα που θα πάνε όλοι διακοπές, ήλπιζα να έχω μια κάποια παρέα, αλλά, ατύχησα. Θα περάσω μια χαρά πάλι στο υπέροχο μπαλκόνι μας.

Οι απέναντι στις οκτώ ακριβώς ποτίζουν τα λουλούδια τους. Παραδίπλα μια δασκάλα ετοιμάζεται για διακοπές. Πιό κάτω κάτι γεροντάκια, ατενίζουν το χθες. Κάποια στιγμή νιώθω ότι μια χαρά είναι και η μοναξιά. Φαντάσου τώρα να ήμουν σε κάποια παραλία, οι άλλοι να κάνουν μπιτς πάρτι και να μου χαλάν την ησυχία, να χάνει το παιδί τα κουβαδάκια του και η μάνα να τσιρίζει μην τυχόν και μπει στη θάλασσα, χωρίς επιτήρηση. Ο άλλος να φλερτάρει το 16χρονο κι εκείνο να του ρίχνει κρυφές ματιές, καθώς ο ήλιος γέρνει και το πρώτο σκοτάδι ξεγεννά τα όνειρα της εφηβείας.

Κάποιοι άλλοι θα κάνουν φιγούρα με τα σκάφη τους, τα τατουάζ θα κάνουν πασαρέλα, οι κοιλιακοί θα κερδίζουν τα βραβεία και τα αδηφάγα γυναικεία βλέμματα. Καλά που θα μείνω στο σπίτι. Το «έργο» εκεί, δεν είναι της ηλικίας μου.

Πιάνω ένα βιβλίο, που νόμιζα πως δεν είχα διαβάσει «Το μυθιστόρημα της δεκάρας» του Βίλχεμ Ράϊχ. Κάτι μου θύμιζε από τα παλιά και το παράτησα. Μου έμεινε όμως μια φράση που τη συνδύασα, με τα παραλειπόμενα του καλοκαιριού και της παραλίας, όπου κάπου παράμερα θα βρίσκεται «ένα πλήθος από μικρέμπορους, ράφτρες, ανάπηρους στρατιώτες και ζητιάνους». Κι έτσι κάπως έμεινα ευχαριστημένος με το καφεδάκι μου στο μπαλκόνι, ένα τσιγάρο που κάπνισα στα κρυφά από τους δικούς μου, που νομίζουν ότι το έκοψα. Το κάπνισα μέχρι το τέλος.

Ο γατούλης από δίπλα δεν ξαναφάνηκε. Μια χαρά περνάει κι αυτός. Πότε –πότε πηδάει το περβάζι και ψάχνει ή ψάχνεται. Αν ήταν σε καμιά παραλία μπορεί και να τον είχαν ποδοπατήσει οι μανιακοί του μπιτς βόλεϋ. Φιλαράκο, αν ξαναφανείς, να ξέρεις, ότι καλύτερα από όλους περνάμε εμείς. Μακριά από τους κόσμου την πολύ συνάφεια κι ένα πλήθος ετερόκλητων ανθρώπων, ανάμεσα σε τίμιες ράφτρες, μικροαπατεώνες, πολιτικάντηδες, φιλοσόφους της πεντάρας που τα ξέρουν όλα και ζητιάνους.

΄Ετσι, μέχρι που βγαίνει το φεγγάρι, ένα αεράκι φέρνει αναμνήσεις και τις εξαργυρώνει με τα όνειρα της πεντάρας. Αν βλέπει όνειρα ένας ακατάδεχτος γάτος.