
Μπαίνω κι εγώ στη σειρά για έναν καφέ του ποδαριού εκεί στο δρόμο προς την παραλία Αρετσούς αφού ως νομιμόφρων πολίτης έβαλα τον κωδικό 6 και τι το ήθελα; Αποδείχτηκε ο καφές της υπομονής…
Στις μέρες μας με τόση ανησυχία και με τόσες προειδοποιήσεις κινδύνου οι συμπολίτες μας μόλις βγαίνουν έξω ξεσπούν στον καφέ. Ουρές στα take away και μετά παρέες σε κύκλους στα παρκάκια με τις μάσκες κάτω από το σαγόνι και κουβέντα,, σαν να μην τρέχει τίποτα…
Γράφει ο Νίκος Δημαράς
Είπα λοιπόν κι εγώ να ανασάνω λίγο από το περπάτημα και μπαίνω σε ένα μαγαζί για καφέ take away.
Μια κυρία λίγο πιο μπροστά με ανδροπρεπή εμφάνιση (κούρεμα, παντελόνι λοκατζήδικο και ίδιο μπουφάν) παραγγέλνει, ξαναπαραγγέλνει, παίρνει συσκευασίες διαφόρων κέϊκ και κρουασάν σε σακούλες και έρχεται η σειρά για τους καφέδες της.
” Έναν ελληνικό, έναν γαλλικό με γάλα (εγώ τον λέω χάριν συντομίας γα-γα), ένα καπουτσίνο και δύο εσπρέσσο…”
“Γάλα να βάλω”; ρωτάει η κοπέλα του μπουφέ.
” Στον γαλλικό ναι, στον εσπέσσο όχι…”
“Ζάχαρη να βάλω;”
“Στον ελληνικό;”
“Στον ελληνικό, ναι και όχι…”
“Στον γαλλικό;”
“Κι εδώ ναι και όχι…”
“Στον εσπρέσσο;
“Εδώ όχι…”
Ο κύριος, που ήταν ακριβώς πίσω της, δηλαδή δύο μέτρα μπροστά από μένα, αρχίζει να σφίγγει τις γροθιές του κάτω από τα μανίκια του μπουφάν. Εγώ προς το παρόν χαμογελάω.
Επανέρχεται στις ερωτήσεις η κοπέλα του μπουφέ, ολίγον σαστισμένη:
” Τι είπαμε στον εσπέσσο;”
“Ναι και όχι,, είπαμε…” απαντάει η “λοκατζού”.
“Στο καπουτσίνο τι να βάλω; Κρεμούλα θέλετε;”
“Ε, ναι…”
“Ζάχαρη;”
“Ναι και όχι…”
“Κανέλα;”
“Ναι και όχι….”
“Αχ τι έχω πάθει ο καημένος” μονολογεί ο κύριος μπροστά μου.
“Εντάξει τελειώνουν τα βάσανά σου”, τον παρηγορώ εγώ.
Αμ δε….. Ενώ η κοπέλα του μπουφέ βάζει σε κουτάκια με θήκες τους καφέδες η κουρεμένη κυρία περιεργάζεται κάτι συσκευασίες μπισκότων με βρώμη, που είναι δεξιά της στα ράφια.
“Να πάρω αυτό;” ρωτάει την κοπέλα.
“Και δεν το παίρνετε…”
” Έχει ζάχαρη;”
“Ναι και όχι…” απαντάει η κοπέλα εμφανώς εκνευρισμένη πλέον, βλέποντας την ουρά πίσω από εμάς να έχει φτάσει μέχρι την άσφαλτο…
“Ε, τότε δεν θα τα πάρω” λέει η “λοκατζού” και καθώς περνά φορτωμένη με κουτιά και σακούλες μπροστά μας ρίχνει μια ματιά υπεροψίας και ρωτάει:
“Σας ταλαιπώρησα λίγο;”
“Εσείς τι λέτε;” της απαντάει ο μπροστινός μου.
Η κυρία σιωπά και περνάει τώρα δίπλα μου.
Εγώ παραμένω ψύχραιμος, αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ:
“Και ναι και όχι, κυρία μου…”
Οι άλλοι παραπίσω γελάνε ακόμα.