Με τις τελευταίες κινήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο η Τουρκία αμφισβητεί το σύνορο ανάμεσα στην ελληνική και την κυπριακή υφαλοκρηπίδα (και ΑΟΖ).
Με βάση το διαφορετικό τρόπο που θεωρεί ότι πρέπει να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα και το γεγονός ότι απορρίπτει το δικαίωμα αυτό για τα νησιά, συμπεριλαμβανομένου και του Καστελόριζου, αμφισβητεί την ύπαρξη ελληνικής υφαλοκρηπίδας σε μια κρίσιμη περιοχή δυτικά της Κύπρου.
Για την ακρίβεια με έναν αυθαίρετο τρόπο υποστηρίζει ότι η περιοχή δυτικά του γεωγραφικού μήκους 32°16’18″E αποτελεί μέρος της υφαλοκρηπίδας της, επικαλύπτοντας έτσι μέρος της ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδας της Κύπρου (συμπεριλαμβανομένου του τεμαχίου 6 της ΑΟΖ της Κύπρου) και βέβαια την περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Δεσμεύοντας έτσι η Τουρκία με Navtex τη συγκεκριμένη περιοχή για έρευνες από το Barbaros, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί τμήμα της δικής της υφαλοκρηπίδας, με τον τρόπο που την ορίζει αυτή, στην πραγματικότητα θέλει να διαμορφώσει την εικόνα ότι είναι μια περιοχή αμφισβητούμενη και διαφιλονικούμενη, μια ιδιότυπη «γκρίζα ζώνη» ως προς τη δυνατότητα εκμετάλλευσής της. Ο σκοπός της είναι να αποτρέψει την εκμετάλλευση αυτών των περιοχών και προοπτικά να καταφέρει μια διαπραγμάτευση.
Αυτό θα αντιστοιχούσε σε δύο πάγιες θέσεις της: να πιέσει την ελληνική πλευρά δε ένα είδος μοιρασιάς ή συνεκμετάλλευσης και να αντίστοιχα να επιβάλλει ντε φάκτο στην Κυπριακή Δημοκρατία ένα καθεστώς μειωμένης κυριαρχίας εάν μπορούσε να της ακυρώσει ένα νόμιμο κυριαρχικό δικαίωμα.
Ο τρόπος που η Τουρκία κλιμακώνει τώρα τις αμφισβητήσεις της έχει να κάνει τόσο με συνολικότερους προσανατολισμούς όσο και με ειδικότερες ανησυχίες.
Ως προς το συνολικό τοπίο, μια κρίσιμη παράμετρος είναι η ανησυχία για την αμερικανική στάση. Από τα προβλήματα με την αμερικανική υποστήριξη στους Κούρδους στη Συρία, στις υποψίες για αμερικανική στήριξη στο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και αποκορύφωμα τις κυρώσεις σε σχέση με την κράτηση του πάστορα Μπράνσον, η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί ότι σημαντικό μέρος του αμερικανικού κατεστημένου δεν την θεωρεί πια τόσο αναντικατάστατη σύμμαχος.
Επιπλέον, η αναβάθμιση των αξόνων συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο, όπως και την αμερικανική στήριξη σε αυτή την τακτική, είναι πιθανό να διαβάζεται στην Τουρκία ως ανοιχτό ενδεχόμενο μιας ιδιότυπης απομόνωσής με κίνδυνο «τετελεσμένων» ως προς αυτά που η Τουρκία ορίζει ως αναφαίρετα κυριαρχικά δικαιώματα στην ευρύτερη περιοχή.
Ως προς ειδικότερες πλευρές, η Τουρκία από την εποχή της απόρριψης του σχεδίου Ανάν έχει μια πάγια θέση αμφισβήτησης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενός κράτους με πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα και δεν χάνει ευκαιρία αυτό να το κάνει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις. Γνωρίζει καλά ότι εάν αρχίσουν κανονικές διαδικασίες εξόρυξης στην κυπριακή ΑΟΖ, με συμμετοχή ξένων πολυεθνικών, αντικειμενικά αναβαθμίζεται και η οικονομική και η γεωπολιτική σημασία της Κυπριακής Δημοκρατίας και γίνεται πιο δύσκολη η αμφισβήτησή της. Για αυτό και θα ήθελε να ανακόψει αυτή την εξέλιξη.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τα πράγματα είναι τόσο εύκολα για την Τουρκία. Η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων σημαίνει συμμετοχή των μεγάλων πολυεθνικών γιγάντων της ενέργειας και αυτό σημαίνει και εμπλοκή και των αντίστοιχων χωρών. Για να το πούμε πρακτικά, από μια κλίμακα αμφισβήτησης των αδειών εξόρυξης στην περιοχή, κινδυνεύει να έχει απέναντί της όχι μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα, αλλά και π.χ. την γαλλική ή την αμερικανική κυβέρνηση που σε γενικές γραμμές έχουν δείξει όλη τη διάθεση υποστήριξης των εταιριών τους που δραστηριοποιούνται στην ενέργεια.
Αυτό, όμως, με τη σειρά του δεν αναιρεί την ανάγκη ψυχραιμίας από την ελληνική πλευρά. Αν η αποστολή πλοίου του Πολεμικού Ναυτικού υπογραμμίζει την επιμονή στη διασφάλιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, υπάρχει πάντα και ο κίνδυνος μιας χωρίς έλεγχο και σχέδιο κλιμάκωσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε «θερμό επεισόδιο».
Αυτό έχει να κάνει όχι μόνο με την Τουρκία αλλά και με όσα τυχόν κέντρα θα έβλεπαν μια τέτοια εξέλιξη ως έναν ακόμη μοχλό πίεσης προς την Τουρκία. Μόνο που η εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες «κλιμακώσεις» συνήθως οδηγούν σε «διαλόγους» με χειρότερη αφετηρία και τελικά σε επιπλέον «γκρίζες ζώνες».
ΠΗΓΗ In.gr