Καίρια ερωτήματα για το κατά πόσο η Ελλάδα, η κοινωνία και ο πολιτικός κόσμος είναι σε ετοιμότητα να συμφωνήσουν σε μια εθνική θέση, ώστε να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για ένα ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σχετικά με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και την ΑΟΖ, θέτει ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, φωτίζοντας το κρίσιμο θέμα με ισχυρά νομικά και πολιτικά επιχειρήματα.

Ο κ. Βενιζέλος, που τώρα βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται ως πανεπιστημιακός δάσκαλος στη Νομική Σχολή, με άρθρο του στην εφημερίδα “Καθημερινή” υπό τον τίτλο “Εθνική στρατηγική αυτοσυνειδησία”  υπενθυμίζει τις εθνικές θέσεις για τα ελληνοτουρκικά, παραθέτει τις γραμμές, που έθεσαν οι Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου και επιχειρεί την διατύπωση μιας ρεαλιστικής πρότασης για την εκτόνωση της έντασης με την Τουρκία και την προοπτική μιας λύσης με βάση την διεθνή  νομιμότητα.

Τα κύρια σημεία του άρθρου του Ευάγγελου Βενιζέλου στην εφημερίδα ¨Καθημερινή”, που έχει αναρτηθεί από τον ίδιο στη σελίδα του στο facebook, έχουν ως εξής:

“Η βάση για μια σύγχρονη και αποτελεσματική εθνική στρατηγική ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκεται στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, στη δική της βούληση και επιθυμία, στη συνείδηση της ιστορικής και εθνικής ευθύνης και στο καθήκον αλήθειας όχι μόνο του πολιτικού συστήματος, αλλά όλων των διαμορφωτών της λαϊκής κυριαρχίας.

Μια σοβαρή συζήτηση γύρω από τέτοια θέματα λίγο πριν τον εορτασμό της επετείου των διακοσίων ετών από την Παλιγγενεσία οφείλει να εκκινεί από την υπεύθυνη αξιολόγηση του διαδραμόντος ιστορικού χρόνου. Τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια, από το 1974 έως σήμερα, ο χρόνος λειτούργησε υπέρ των εθνικών συμφερόντων και της διατήρησης ενός ικανοποιητικού status quo στην Κύπρο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή η σχέση μας με τον χρόνο πρέπει να επανεξεταστεί; Θεωρώ ότι πρέπει να επανεξεταστεί. Περαιτέρω αναβολές δεν βοηθούν.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά τη σχέση μας με την Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν είναι πλέον σημαντική παράμετρος, ούτε προσφέρει ένα στρατηγικό πλαίσιο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Είμαστε συνεπώς υποχρεωμένοι να κάνουμε μια πιο σύνθετη και ρεαλιστική εκτίμηση του πλαισίου μέσα στο οποίο κινούνται τα θέματα.

Ποιες ήταν οι θέσεις Κ. Καραμανλή και Α. Παπανδρέου

Το τρίτο ερώτημα αναφέρεται στην αντίληψή μας για το Διεθνές Δίκαιο και τη Διεθνή Δικαιοσύνη. Δεν αρκεί να πιστεύει ένα έθνος στη νομιμότητα των θέσεων του κατά το Διεθνές Δίκαιο. Πρέπει να μπορεί να προστατεύσει τα εθνικά του συμφέροντα μέσω της επίκλησης του Διεθνούς Δικαίου. Η κοινή εθνική θέση της μεταπολιτευτικής περιόδου ήταν, κατά τη διατύπωση και του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει την ύπαρξη μίας διαφοράς με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με τα σημερινά δεδομένα και ακριβέστερα θα λέγαμε ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει την ύπαρξη μίας διαφοράς με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και την Ανατ. Μεσόγειο μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η προσφυγή στη Διεθνή Δικαιοσύνη έχει βεβαίως νόημα μόνο όταν το κράτος που την επιδιώκει είναι έτοιμο να αποδεχθεί την απόφαση και να αξιώσει τον σεβασμό της.

Εφόσον αυτή η βασική εθνική θέση επιβεβαιώνεται, αναγκαία προϋπόθεση είναι η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών με στόχο τη σύνταξη συνυποσχετικού. Αυτονόητη δε παράλληλη κίνηση είναι η επικαιροποίηση και η εφαρμογή μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης κυρίως αεροναυτικών.

Μια εθνική πολιτική με παρόμοιο ευκρινή στόχο που συγκεντρώνει μεγάλη εσωτερική πολιτική και κοινωνική συναίνεση, επιτρέπει στη χώρα μας να αναλάβει την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων και να διαμορφώσει ένα ευρύ φάσμα διεθνούς υποστήριξης. Ανακόπτει δε στη μήτρα του ή έστω περιορίζει δραστικά το ενδεχόμενο να επιδιωχθεί η δημιουργία τετελεσμένων καταστάσεων και η συνεχής διεύρυνση των μονομερών αμφισβητήσεων.

Τίποτα δεν είναι εύκολο. Τα πάντα όμως ξεκινούν από τη δική μας εθνική στρατηγική αυτοσυνειδησία που είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση του πραγματικού και όχι του ρητορικού πατριωτισμού”. –