
Πέθανε στο νοσοκομείο Τρικάλων, ενώ ο αδελφός του Βασίλης διαφεύγει εδώ και χρόνια. Πως σχεδίασαν τις ληστείες και την απαγωγή του βιομήχανου Χαΐτογλου
Ένας από τους πιο διαβόητους ληστές της χώρας, ο Νίκος Παλαιοκώστας, αδελφός του καταζητούμενου Βασίλη Παλαιοκώστα, πέθανε στις 4 τα ξημερώματα σε ηλικία 65 ετών στο Γενικό Νοσοκομείο Τρικάλων, όπου νοσηλευόταν.
Στις 6 Οκτωβρίου 2021, το δικαστικό Συμβούλιο είχε κάνει αποδεκτή την αίτηση αποφυλάκισης του για λόγους υγείας και είχε αποφασίσει ότι θα μπορούσε να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του σε κατ΄οίκον περιορισμό στο πατρικό σπίτι του στα Τρίκαλα, από όπου είχε δικαίωμα να εξέρχεται δυο φορές την εβδομάδα.
Ο Νίκος Παλαιοκώστας είχε υποστεί εγκεφαλικό και νοσηλευόταν σε κέντρο αποκατάστασης και από εκεί μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Τρικάλων όπου νοσηλευόταν στην Α΄ Παθολογική κλινική και έκανε και αιμοκάθαρση.

Παρά τις προσπάθειες των γιατρών η κατάσταση της υγεία του ήταν επιβαρυμένη και δεν άντεξε.
Ο Νίκος Παλαιοκώστας ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του επί σειρά ετών καταζητούμενου Βασίλη Παλαιοκώστα, που μαζί είχαν διαπράξει πλήθος ληστειών, κυρίως σε τράπεζες.
Η πορεία του, μαζί με τον αδελφό του και τον επίσης διαβόητο στην παρανομία Κώστα Σαμαρά περιλαμβάνει κινηματογραφικές ληστείες και αποδράσεις, μια απαγωγή και δεκάδες άλλες εγκληματικές πράξεις. Ο Νίκος Παλαιοκώστας που κάποτε είχε ονειρευτεί να γίνει ναυτικός ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά ενός βιοπαλαιστή από χωριό των Τρικάλων ενώ είχε αποκτήσει έναν γιο. Η κηδεία του γίνεται σήμερα το απόγευμα, στα Τρίκαλα.
Η ληστεία με τα 125 εκ. δραχμών στην Καλαμπάκα
Η περιγραφή της ληστείας από τον αδελφό του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική:
«Ο Κώστας έμεινε να φυλάει την είσοδο. Εγώ, καθώς προπορευόμουν του Νίκου, βγάζω μια κοντόκαννη και του την πετάω. Την πιάνει στον αέρα. Βγάζω την άλλη κι αρχινά το πανηγύρι.
“Για όποιον δεν κατάλαβε, γίνεται ληστεία! Τα λεφτά της τράπεζας ήρθαμε να πάρουμε, όχι τις ζωές σας. Μη μας αναγκάσετε να το κάνουμε. Στην τράπεζα θα ξανάρθουν χρήματα, η ζωή δεν επιστρέφει ποτέ. Φρόνιμα, να πάμε όλοι στα σπίτια μας κ.λπ.”. Κατευθύνθηκα στον ταμία και του κόλλησα την κοντόκαννη στο κεφάλι: “Ανοιξέ το τώρα, γιατί το μαθηματικό μυαλό σου θα σκορπίσει στην αίθουσα».
Ο ταμίας δεν είχε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου, οπότε επιστρατεύτηκε ο διευθυντής, που το είχε, για να το ανοίξει και να αποκαλύψει τα πακέτα από πεντοχίλιαρα και χιλιάρικα. Την ίδια στιγμή που ο Βασίλης γέμιζε τον σάκο, ο Νίκος αστειευόταν με τους πελάτες, έκανε κομπλιμέντα στις ωραίες κυρίες και όταν τελείωσαν έπραξαν το αυτονόητο για τους ίδιους: «Αφού πρώτα τους ζητήσαμε συγγνώμη για την πρωινή αναστάτωση, τους χαιρετήσαμε». Η κινητοποίηση της αστυνομίας ήταν άμεση, όμως οι τρεις ληστές πέταξαν πεντοχίλιαρα στον δρόμο, με αποτέλεσμα ο κόσμος να ορμήσει ακινητοποιώντας τα περιπολικά!
Όταν έφτασαν σε ένα ξέφωτο για να ξεφορτωθούν το Opel που είχαν χρησιμοποιήσει στη ληστεία, έκαναν το αναμενόμενο: «Μετρήσαμε τα χρήματα και ήταν 125 εκατ. δραχμές. Το μεγαλύτερο ποσό που απέσπασαν έως τότε ληστές από κατάστημα τράπεζας στην Ελλάδα»!

Η απαγωγή του βιομήχανου Χαΐτογλου
Μετά τη μεγάλη ληστεία και την επικήρυξή τους ο Νίκος Παλαιοκώστας έζησε για ένα διάστημα ως φυγάς στην Ευρώπη. Επέστρεψε, ωστόσο, στην Ελλάδα και μαζί με τον αδελφό του πήραν το ρίσκο να απαγάγουν τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου. Τον παρακολούθησαν και έμαθαν την καθημερινή διαδρομή του από το σπίτι του προς τη δουλειά του, αφού άφηνε πρώτα τα παιδιά του στο σχολείο. Ηταν 15 Δεκεμβρίου του 1995, ένα πρωί με παγωνιά, όταν ο επιχειρηματίας οδηγώντας το αυτοκίνητό του μάρκας Opel έφυγε από τη βίλα του στο Πανόραμα και μπήκε στον στενό χαλικόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό, έχοντας μπροστά του τον Νίκο Παλαιοκώστα να προπορεύεται και τον Βασίλη να περιμένει σε προκαθορισμένο σημείο, μεταμφιεσμένος, με ένα Browning γεμάτο και δύο εφεδρικούς γεμιστήρες.
Ο Νίκος το έπαιζε ο καλός οδηγός που σέβεται τον ΚΟΚ και σταμάτησε στη διασταύρωση για να ελέγξει την κίνηση, αναγκάζοντας τον Χαΐτογλου να φρενάρει και να σταματήσει. Η πόρτα του συνοδηγού του Opel σχεδόν ακουμπούσε τον Βασίλη Παλαιοκώστα, όπως έγραψε χρόνια αργότερα στο βιβλίο του.
«Την άνοιξα σαν να μη συμβαίνει κάτι. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μη συμβαίνει κάτι! Ομως είχα ήδη το Browning στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά. “Κάνε ό,τι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επιτόπου”.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στον λαιμό του.
“Μην τολμήσεις, χλεχλέ! Θα σε σκίσω!”. Παραδόθηκε».
Η διαδρομή των απαγωγέων και η παραλαβή 270 εκ. δραχμών
Οι δύο απαγωγείς έβαλαν τον επιχειρηματία στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου τους, αφού πρώτα αρνήθηκαν να πάρουν τα 2 εκατ. δραχμές που κουβαλούσε στον χαρτοφύλακά του και τους τα πρόσφερε.
Η πρώτη επικοινωνία του απαχθέντος με την οικογένειά του έγινε λίγη ώρα αργότερα μέσω κινητού τηλεφώνου, ώστε να ενημερώσει τον αδελφό του, Κώστα, ότι ήταν όμηρος. Του ζήτησε να τηρήσει πιστά τις οδηγίες που θα πάρει και να μην επικοινωνήσει με την Αστυνομία. Και όταν εκείνος το έπραξε, προσπάθησε αφελώς να αποκτήσει μια κάποια οικειότητα με τα δύο αδέλφια. «Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή, γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας», ξεκίνησε να λέει, αλλά δεν τελείωσε τη φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστόμωσε: «Εμείς, φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας. Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φιλάθλους, έχεις να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι».
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Χαΐτογλου δεν αισθάνθηκε καλά και τα δύο αδέλφια σταμάτησαν το αυτοκίνητο σε μια φυσική κρυψώνα και άρχισαν να του μιλούν ήρεμα λέγοντάς του: «Οποια κι αν είναι η εξέλιξη, γίνει δεν γίνει η δική μας δουλειά, εσύ θα πας σπίτι σου».
Οταν ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάλι, ο επιχειρηματίας ήταν πολύ πιο ήρεμος, παρόλο που πέρασε το πρώτο βράδυ δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο πάνω στο οροπέδιο ενός χιονισμένου βουνού. Μετά από λίγα 24ωρα ξημέρωσε μια Δευτέρα αλλιώτικη από τις άλλες, αφού τα αδέλφια επρόκειτο να παραλάβουν τα 3 εκατ. γερμανικά μάρκα και ακολούθως να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία.
Ο Νίκος, που είχε αναλάβει την επαφή με την οικογένεια, μιλούσε στο κινητό μακριά από τον αδελφό του και τον επιχειρηματία, επειδή ο τελευταίος αγχωνόταν. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, ανακοίνωσε ότι τελικά δέχτηκε τα λύτρα να είναι 270 εκατ. δραχμές, λιγότερα δηλαδή από το ποσό που είχε συμφωνηθεί.

Ο Βασίλης έγινε έξαλλος για αυτή την υποχώρηση, κυρίως επειδή ο αδελφός του συμφώνησε χωρίς πρώτα να το συζητήσει μαζί του, αλλά τελικά τα πράγματα ηρέμησαν. Ο Κώστας Χαΐτογλου έφτασε στη Λαμία γύρω στις 9 το βράδυ, ακολούθησε τον δρόμο προς την Άμφισσα, πέρασε το πρώτο βενζινάδικο, έστριψε δεξιά στον πρώτο χωματόδρομο, όπως του είχαν πει οι απαγωγείς, και μετά από 50 μέτρα πήγε στο γεφυράκι όπου θα άφηνε τα λύτρα.
Μόλις έφυγε, τα αδέλφια Παλαιοκώστα πήραν τα χρήματα και κατευθύνθηκαν με προεπιλεγμένο δρομολόγιο προς την Καρδίτσα.
«Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ήταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε δι’ ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: “Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ, θα ήθελα ακόμη μία περιπέτεια”. Ο Βασίλης τού απάντησε αμέσως: “Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο”».
Η απόδραση του αιώνα με ελικόπτερο
Αυτό που δεν γνώριζε όμως ήταν το πραγματικό όνομα του επιβάτη, ο οποίος μετά από δεκαπέντε λεπτά πτήσης αποκαλύφθηκε με τον γνωστό του τρόπο: έβγαλε ένα πιστόλι που είχε κρύψει, το κόλλησε στον λαιμό του έμπειρου πιλότου και με τη χαρακτηριστική φωνή του τού είπε: «Είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας και πάω να σώσω τον αδελφό μου που μετράει 2.358 μέρες στη φυλακή».

Ο Νίκος Παλαιοκώστας περίμενε τον αδελφό του και τον Ριζάι με το πιστόλι στο χέρι και μέσα σε ένα σκηνικό που θύμιζε κινηματογραφική ταινία το ελικόπτερο σηκώθηκε και πέταξε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μόλις είχε συντελεστεί η απόδραση του αιώνα. Μια απόδραση που πλήρωσε ακριβά ο Νίκος όταν συνελήφθη στις 13 Σεπτεμβρίου του 2006 έξω από το χωριό Λιβάδι στον Παρνασσό, πέφτοντας σε μπλόκο που είχε στήσει η Αστυνομία της Λιβαδειάς.
Προσπάθησε να ξεφύγει αναπτύσσοντας ταχύτητα, αλλά έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και βγήκε εκτός δρόμου, χωρίς περιθώριο διαφυγής. Ηταν καταζητούμενος επί 16 χρόνια και μετρούσε συνολικές καταδίκες 197 ετών και 376 μηνών! Τελικά, αποφυλακίσθηκε το 2021, για λόγους υγείας. Τα τελευταία χρόνια υποβαλλόταν σε αιμοκάθαρση και όρος για την αποφυλάκισή του ήταν να μένει στη γενέτειρά του, στα Τρίκαλα.