Μετά την ανησυχία, που εκδηλώνεται σε Σαντορίνη και Αμοργό για τις τελευταίες σεισμικές δονήσεις και τα ερωτήματα για το αν σχετίζονται με ηφαιστειακή δραστηριότητα, που στο παρελθόν προκάλεσε μεγάλες καταστροφές, ανατρέξαμε σε επιστημονικές απόψεις για τα σεισμικά φαινόμενα.

Οι σεισμοί ανάλογα με τα αίτια γένεσής τους διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

  • Τεκτονικοί σεισμοί: είναι εδαφικές δονήσεις οι οποίες προκαλούνται από την βίαιη διάρρηξη των πετρωμάτων της γης, ως αποτέλεσμα της δράσεως τεκτονικών δυνάμεων συμπίεσης και εφελκυσμού. Είναι οι πιο συνηθισμένοι, δεδομένου ότι το 90% των επιφανειακών σεισμών και το σύνολο των πλουτώνιων είναι τεκτονικοί σεισμοί.
  • Ηφαιστειογενείς σεισμοί: είναι εδαφικές δονήσεις που είτε προηγούνται είτε συνοδεύουν τις ηφαιστειακές εκρήξεις. Αποτελούν το 7% του συνόλου των επιφανειακών σεισμών.
  • Εγκατακρημνισιγενείς σεισμοί: είναι εδαφικές δονήσεις που οφείλονται σε καταπτώσεις οροφών φυσικών εγκοίλων και σπηλαίων. Έχουν συνήθως μικρό μέγεθος και αποτελούν το 3% του συνόλου των επιφανειακών σεισμών

Πώς γεννιέται ένας σεισμός

Οι σεισμοί γεννιούνται από την κίνηση των λιθοσφαιρικών πλακών ή πια απλά την «πάνω επιφάνεια»της Γης. Κάθε φορά που αυτά τα μεγάλα κομμάτια κινούνται πάνω στο ρευστό εσωτερικό του πλανήτη εκλύεται ενέργεια. Αποθηκεύεται, δηλαδή, υπό τη μορφή παραμόρφωσης και μόλις πάνε να κινηθούν απελευθερώνεται. Το αποτέλεσμα από αυτό το «ταρακούνημα» ονομάζεται σεισμική αναπήδηση.

Πού εκδηλώνονται οι σεισμοί

Οι σεισμοί εκδηλώνονται όπου υπάρχουν ραγίσματα στη λιθοσφαιρική πλάκα. Μερικά από τα πιο βασικά βρίσκονται στο κέντρο του Ατλαντικού Ωκεανού, γύρω από τον Ειρηνικό, στον Ινδικό ενώ μικρότερα ρήγματα υπάρχουν στη Μεσόγειο, «κόβουν» προς Τουρκία και πάει λέγοντας. Φανταστείτε τη Γη ως έναν κομμένο μπακλαβά, όπου στα ενδιάμεσα μέρη εκδηλώνονται σεισμοί εξαιτίας της εκλυόμενης ενέργειας.

Πώς μετριέται η ενέργεια των σεισμών

Η μονάδα με την οποία μετράμε την ενέργεια είναι τα Ρίχτερ. Πρόκειται για μία κλίμα που προτάθηκε για πρώτη φορά το 1936 από τον Charles Francis Richter. Κάθε επιπλέον μονάδα στην εν λόγω κλίμακα (από το 5 στο 6, από το 6 στο 7 κλπ) οδηγεί σε 33 φορές μεγαλύτερη έκλυση ενέργειας. Για να φέρω ένα απλό παράδειγμα: σήμερα ένας σεισμός 5 Ρίχτερ δεν μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στις ευρωπαϊκές χώρες λόγω των κατασκευαστικών προδιαγραφών των κτιρίων. Δεν ίσχυε το ίδιο πριν από 50 χρόνια. Ακόμα και η αύξηση στους «δεκαδικούς» (για παράδειγμα: από 5,1 στα 5,2 Ρίχτερ) δεν είναι μία αμελητέα αύξηση.

Τι ρόλο παίζει το επίκεντρο

Η εκλυόμενη ενέργεια παράγεται σε ένα σημείο κάτω από το έδαφος που ονομάζεται υπόκεντρο, εκδηλώνεται στην επιφάνεια σε αυτό που λέμε επίκεντρο – ή για να το πούμε πιο σωστά στην «επικεντρική περιοχή μιας και δεν πρόκειται για σημείο- και σταδιακά διαχέεται. Να εξηγήσουμε τώρα τι εννοούμε με αυτό: όσο απομακρύνεσαι από αυτό το σημείο, τόσο μειώνονται οι επιπτώσεις στις κατασκευές αλλά και στις ανθρώπινες απώλειες.

Τι εννοούμε όταν λέμε για ένταση ενός σεισμού;

Τα Ρίχτερ εκφράζουν την ενέργεια που εκλύεται και όχι τη ζημιά που προκαλείται στις κατασκευές και ως εκ τούτου στην ανθρώπινη ζωή (αλλά και σε άλλα φαινόμενα, όπως για παράδειγμα το τσουνάμι). Η καταστροφή που προκαλείται ορίζεται ως η «ένταση του σεισμού». Το τι φτάνει, δηλαδή, από τον σεισμό μέχρι στο σημείο αναφοράς. Όταν έγινε ο σεισμός στην Πάρνηθα το 1999, η Αθήνα ήταν πολύ κοντά, η Θεσσαλονίκη ήταν πάλι πολύ μακριά.

Η ένταση είναι μία συνάρτηση του βάθους στον οποίο έγινε ο σεισμός, του τι στρώματα διαπερνά αλλά και τι ποιότητα έχουν οι κατασκευές που προσβάλλονται από αυτόν. Μέχρι το 1940 περίπου μετρούσαμε την ένταση με ανθρωπομετρικά στοιχεία (αν κουνήθηκαν τραπέζια, αν έσπασαν τζάμια, αν ανατράπηκαν βαριά έπιπλα) και από 1 έως 12 βαθμούς σε μία κλίμακα που ονομάζεται τροποποιημένη Κλίμακα Μερκάλι.

Μετά τη δεκαετία του ‘40 αναπτύχθηκαν ειδικά όργανα με τα οποία μετράμε την επιτάχυνση που προκαλεί ο σεισμός – αυτή είναι που διεγείρει τις κατασκευές. Ονομάζονται επιταχυνσιογράφοι, ο πρώτος εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια, και στην Ελλάδα σήμερα διαθέτουμε ένα δίκτυο με 100 περίπου τέτοια όργανα σε κάθε γωνιά της χώρας.

Ο σεισμός της Σαντορίνης το 1956

Ένας από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος σεισμούς που έγιναν στην Ευρώπη τον αιώνα που πέρασε, έπληξε τις Κυκλάδες τον Ιούλιο του 1956. Άφησε πολλούς νεκρούς και κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά οικισμούς της Σαντορίνης.

Ο καθηγητής σεισμολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης Κώστας Παπαζάχος ανατρέχοντας στην εποχή εκείνη είχε σημειώσει:

«Ένας από τους μεγαλύτερους σεισμούς του 20ου αιώνα που χτύπησε ξημερώματα της 9ης Ιουλίου του 1956 σχεδόν ισοπέδωσε τη Σαντορίνη προκαλώντας έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και τεράστιο παλιρροϊκό κύμα.

Ο σεισμός της 9η Ιουλίου 1956 (μέγεθος 7.5), που έλαβε χώρα στο ρήγμα της θαλάσσιας λεκάνης της νότιας Αμοργού, ήταν ο μεγαλύτερος σεισμός του 20ου αιώνα σε ολόκληρη την Ευρώπη, από τα Ουράλια έως το Γιβραλτάρ και από τη Μάλτα ως τη Λαπωνία  Το έργο του κύριου σεισμού ολοκλήρωσε ο καταστρεπτικός μετασεισμός (μέγεθος 6.9) που ακολούθησε 12 λεπτά αργότερα».

 Το μεσημέρι της 8ης Ιουλίου 1956 μία σεισμική δόνηση 4,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, ταρακούνησε τους κατοίκους των Κυκλάδων καθώς είχε επίκεντρο την περιοχή νότια της Αμοργού. Παρ΄ όλα αυτά η έκταση του σεισμού δεν ήταν μεγάλη και οι κάτοικοι της Αμοργού αλλά και των άλλων νησιών συνέχισαν την καθημερινότητά τους.
Την επόμενη μέρα, στις 05:11 το πρωί της 9ης Ιουλίου, οι κάτοικοι των Κυκλάδων πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο, αφού εκδηλώθηκε ο κυρίως σεισμός των 7,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Ο σεισμός είχε το ίδιο επίκεντρο – τη θαλάσσια περιοχή νότια της Αμοργού, μόνο που αυτή τη φορά ήταν καταστροφικός.
Ο σεισμός έπληξε κυρίως τη Σαντορίνη, όπου έχασαν τη ζωή τους 53 άνθρωποι. Εκεί καταγράφηκαν και οι μεγαλύτερες ζημιές, αφού το 35% των σπιτιών είχαν καταρρεύσει και τα υπόλοιπα είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. Όλα τα δημόσια κτίρια της Σαντορίνης είχαν καταστραφεί ολοσχερώς. Εκτός από τη Σαντορίνη είχαν πληγεί και τα νησιά, Αμοργός, Ανάφη, Αστυπάλαια, Ίος, Πάρος, Νάξος, Κάλυμνος, Λέρος,Πάτμος και Λειψοί. Ο σεισμός κατέστρεψε περίπου 530 σπίτια, 1500 είχαν κηρυχτεί ως μη κατοικίσιμα και οι τραυματίες έφτασαν τους 100.
Τον μεγάλο σεισμό ακολούθησε ένα τσουνάμι το οποίο ξεπέρασε τα 15 μέτρα σε ύψος, με αποτέλεσμα μία γυναίκα να χάσει τη ζωή της στην Κάλυμνο. Εξασθενημένο, το τσουνάμι έφτασε μέχρι την Καλαμάτα και κατέστρεψε πολλές βάρκες που βρίσκονταν στο λιμάνι.