Με ήχους από κάλαντα σε σπίτια και καταστήματα γέμισε και η σημερινή παραμονή των Χριστουγέννων, μεταφέροντας ποικίλα  μηνύματα για την αγάπη, τις ανθρώπινες σχέσεις,  την οικονομική κατάσταση και αναβιώνοντας τα ήθη και έθιμα των διάφορων περιοχών της χώρας.

Διαχρονικά τα κάλαντα ήταν αυτά που οικοδόμησαν τη σχέση των μικρών με τους μεγάλους με διαφορετικούς στόχους κάθε φορά με την προσμονή των παιδιών για να πάρουν δώρα και αγάπη και με την διάθεση των μεγάλων να δώσουν ό,τι μπορούν.

Όπως και να ΄χει όμως η παράδοση συνεχίζεται. Τα κάλαντα είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο ήταν και είναι ο προάγγελος, το χρώμα των γιορτινών ημερών. Διαχρονικά ακόμα και από τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν μαντάτο που μετέφεραν και το μεταφέρουν τα μικρά παιδιά για κάτι σημαντικό που φτάνει.

«Χριστού τη Θεία γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας…»  με πολλές παραλλαγές, από τόπο σε τόπο. Μια παράδοση που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γιορτή των Χριστουγέννων, ένα έθιμο που οι μικροί αναγγέλλουν στους μεγάλους τη χαρμόσυνη είδηση της Γέννησης του Θεανθρώπου.

Το μήνυμα παραμένει ίδιο, ο χρόνος όμως αλλάζει τους ρόλους. Τα παιδιά, γίνονται μεγάλοι με τις εικόνες να παραμένουν βαθιά αποτυπωμένες στη μνήμη τους και ανεξίτηλα χαραγμένα στην ψυχή τους τα συναισθήματα.

Οι μεγάλοι γυρνούν λοιπόν το χρόνο πίσω και ανακαλούν τις μέρες που ως μικρά παιδιά, δεκαετίες πριν, έλεγαν τα κάλαντα μεταφέροντάς μας εικόνες μιας άλλης εποχής…

“Μας έδιναν τρύπιες δεκάρες ή εικοσάρες…”

«Εμείς γυρίζαμε ολόκληρα χωριά για να μαζέψουμε 3 με 4 δραχμές αφού μας έδιναν τρύπιες δεκάρες, άντε το πολύ τρύπιες εικοσάρες. Οι αφεντάδες του χωριού ξεχώριζαν… Έδιναν ένα πενηνταράκι» θυμάται ο μπάρμπα Γιάννης Θελούρας από τον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας που μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Στόχος τους να μαζέψουν λίγες δραχμές για να αγοράσουν το γλυκό της εποχής. Καραμέλες… «10 καραμέλες είχαν 1 δραχμή…» μας λέει αλλά είχαν όμως κι άλλα τυχερά…. «Μας έδιναν λίγο λουκάνικο, λίγο μπουμπάρι, δυο-τρία κάστανα, ένα δυο μήλα, ό,τι είχαν τέλος πάντων. Τα μοιράζαμε και τα πηγαίναμε σπίτια μας. Εμείς κρατούσαμε τις τρύπιες δεκάρες και εικοσάρες και τις περνούσαμε σε ένα σκοινί και τις κάναμε κομπολόι»… όπως λέει.

Η κυρά Παναγιώτα Βλάχου γεννημένη το 1938 στην περιοχή της Μακρακώμης φθιώτιδας  ήρθε στη Λαμία από το χωριό της 10χρονο παιδί με την μετακίνηση των πληθυσμών ως «ανταρτόπληκτοι» και έμεινε σε παράγκες ανατολικά τη πόλης.

Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και των Φώτων

Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ θυμάται για τα Χριστούγεννα: «Οι παρέες έβγαιναν για τραγούδι, τρεις φορές. Τη μία τα Χριστούγεννα, την άλλη Πρωτοχρονιά και μετά των Φώτων. Έτσι, όλο αυτό το διάστημα έπαιρναν 10-12 δραχμές… Τα περισσότερα τα έπαιρναν οι γονείς όχι για να μας αγοράσουν κάποια δώρα, αλλά για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας. Άφηναν και λίγα που δίναμε στη δασκάλα στο σχολείο για να μας πάει εκδρομή, σε κάποιο κοντινό σημείο μετά το Πάσχα» λέει για να συμπληρώσει:

«Μικρά παιδιά εμείς δεν ξέραμε την αξία των χρημάτων. Από συνήθεια βγαίναμε για τραγούδι. Μαζεύαμε λεφτά. Ενθουσίαζε περισσότερο που μαζεύαμε λεφτά. Άλλωστε δεν ξέραμε από ανάγκες. Ούτε γλυκά υπήρχαν, ούτε παιχνίδια υπήρχαν, μία καραμέλα μόνο μπορούσαμε να πάρουμε. Άντε και ένα λουκούμι».

Πήγαιναν και στις στάνες κτηνοτρόφων

Άλλοι θυμούνται ότι ως μικρές παρέες πήγαιναν ακόμη και στις στάνες κτηνοτρόφων, μέσα σε δάση ή σε σημεία με χειμαδιά, όπου οι ταπεινοί άνθρωποι υποδέχονταν τα παιδιά στις καλύβες μέσα στους καπνούς από τα πρόχειρα τζάκια, αλλά με καλοσύνη και αγάπη.

Έδιναν στα παιδιά λίγα νομίσματα, αλλά αν δεν είχαν έδιναν αυγά και πορτοκάλια ή καρύδια. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα έβραζαν γάλα, που είχαν πιάσει λίγο πριν αρμέγοντας τις κατσίκες και το πρόσφεραν σε μικρές μεταλλικές γαβάθες.

Τα παιδιά υπολογίζοντας ότι μπορεί να τους δώσουν και αυγά έπαιρναν μαζί τους και καλαθάκια, βάζοντας από κάτω τα πορτοκάλια και τα καρύδια και από πάνω τα αυγά. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη.